Από τον ΧΡΗΣΤΟ ΣΙΑΦΚΟ
Είναι αμέτρητα τα ανέκδοτα και μοναδικά τα ενσταντανέ τόσο στη σκηνή όσο και στα «παρασκήνια» του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου που έχουν αφήσει ιστορία. Ειδικά την εποχή που πρόσβαση σ’ αυτό είχαν μόνο το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης.Η Επίδαυρος έγινε κάτι παραπάνω από... μεσήλιξ, αλλά εξακολουθεί να «συμπεριφέρεται» σαν νέο κορίτσι γεμάτο δροσιά και ζωντάνια, ακόμη και σε σημείο υπερβολής τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό γιατί δεν είναι λίγες οι νεοτεριστικές παραστάσεις, που καμιά φορά έχουν και τον ανθρωποδιώκτη...
Το Φεστιβάλ Επιδαύρου, στα 56 του χρόνια πια, εξακολουθεί να έλκει το πλατύ κοινό, όπως και τους τυρβάζοντες περί αυτού συνήθεις υπόπτους. Ένα μικρόκοσμο δηλαδή, ανάμεσα σε καλλιτέχνες και δημοσιογράφους, που μετά το τέλος των παραστάσεων συναντιούνται στο εστιατόριο του «Λεωνίδα» στο Λυγουριό, για σχόλια και κριτική.
Συχνά με υπερβολικές δόσεις σαρκαστικής διάθεσης όπως και κουτσομπολιού, ο περί ου ο λόγος μικρόκοσμος, «ατσαλωμένος» από το χρόνο, απονέμει τα βραβεία του, διατηρεί μνήμες άλλων εποχών και ετοιμάζεται να παραδώσει τη σκυτάλη στους νεότερους, αν δεν το έχει ήδη κάνει.
Ταξίδι στο... παρελθόν
Ανακαλώντας στη μνήμη, είναι πολλά τα ευτράπελα που αποκαλύπτονται για ένα φεστιβάλ που από το 1955 έως το 1975 μονοπώλησαν το Εθνικό Θέατρο και εν πολλοίς ο τρομερός γέροντας Αλέξης Μινωτής, για να ανοίξει στη συνέχεια στον Κουν, στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος, στον Σπύρο Ευαγγελάτο και στο... σύμπαν! Ομάδες, πρωταγωνιστές και σταρ, όλοι χώρεσαν. Και τότε σασπένς δεν υπάρχει μόνο στα παρασκήνια, αλλά και επί σκηνής.
Όπως με την εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο ρόλο της Λυσιστράτης αρχικά και της Αντιγόνης στη συνέχεια. Στην πρώτη περίπτωση το κοινό της έκανε πρεμιέρα μαζί της με... μαξιλαράκια ανά χείρας, αφού δεν γνώριζε ότι και από αυτά διέθετε το θέατρο! Στο φινάλε της παράστασης, όταν το κοινό φώναζε ρυθμικά «Αλίκη, Αλίκη», το δίδυμο Τάσος Χαλκιάς και Γιώργος Παρτσαλάκης φώναζε «Συμφιλίωση, Συμφιλίωση», επαινώντας την ωραία και... γυμνόστηθη που εμφανιζόταν στο ρόλο.
Ως Αντιγόνη η Αλίκη ήταν... δράμα. Εξ ου και η κορυφαία ατάκα της βραδιάς από τον Δημήτρη Πιερίδη, που χαρακτήρισε την παράσταση «Βουγιουκλάκη Σοφοκλέους».
Αντίθετα, οι τρεις εμφανίσεις της Τζένης Καρέζη στο αργολικό θέατρο απέσπασαν τα εύσημα αρκετών κριτικών, αλλά δημιούργησαν και σκάνδαλο...
Για όλα φταίει το τσιγάρο
Η Τζένη μπήκε στο θέατρο ως Μήδεια και στη συνέχεια ως Ηλέκτρα. Ο σχολιασμός στα πηγαδάκια ξεκίνησε από το γεγονός πως η Άννα Μακράκη, που έπαιζε στην ίδια παράσταση την Κλυταιμνήστρα, ήταν αισθητά νεότερη. Και συνεχίστηκε από το πλατύ κοινό, στο οποίο καθόλου δεν άρεσαν τα πολύχρωμα καλτσάκια του Τίμου Περλέγκα, στο ρόλο του Αίγισθου. Το σκάνδαλο, στην προκειμένη περίπτωση το γιουχάισμα από το κοινό, ήρθε στην τρίτη παράσταση, τον «Αγαμέμνονα», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Κώστας Καζάκος. Κατά τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γεωργιανού Ρόμπερτ Στούρουα, η Άννα Μακράκη, στο ρόλο του Αγγελιοφόρου, άναψε τσιγάρο. Κι έγινε χαμός!
Βέβαια, είχε προηγηθεί ένα ιστορικό «κράξιμο» το 1984, με τον νυν καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά να σκηνοθετεί τότε την «Άλκηστη». Σε μια υποτιθέμενη δεξίωση στα ανάκτορα -και με το κοινό ήδη ενοχλημένο από το νεοτεριστικό χαρακτήρα της παράστασης-, η σκηνή πήγε να εξελιχθεί σε ερωτική. Γιούχα από τον κόσμο, ενώ η Άννα Συνοδινού διέσχιζε την ορχήστρα αποχωρώντας μαινόμενη.
Ηχηρό γιουχάισμα ακούστηκε και το 1997, συνοδεύοντας τη γυμνική εμφάνιση του Μηνά Χατζησάββα ως Απόλλωνα στις «Βάκχες» κατά Ματία Λάνγκχοφ.
Ο πρώτος κρύος τούρκικος καφές!
Ο πρώτος διαπιστωμένα κρύος καφές που ετοιμάστηκε ποτέ στο Λυγουριό ήταν έργο του Κλικ, ο οποίος, όπως και το καφενείο, δεν υπάρχει πια. «Κλικ, φτιάξε έναν κρύο καφέ», του είπε ένας ηθοποιός που είχε μάθει το φραπέ στην Αθήνα. Πράγματι, αυτός τον έφτιαξε λέγοντάς του: «Πιες τον κι άμα σ’ αρέσει να μου γράψεις». Δεν ήξερε ο άνθρωπος και είχε ρίξει σ’ ένα ποτήρι κρύο νερό μία κουταλιά τούρκικο και ζάχαρη.
Μέχρι τα βαθιά της γεράματα έπαιζε η Έλενα Χαλκούση, αλλά και έγραφε άρθρα δίνοντας συμβουλές περί των καλλυντικών... Ντομάτες στο πρόσωπο, ας πούμε, για να μην ξηραίνει την επιδερμίδα ο ήλιος το καλοκαίρι. Πασαλειμμένη με ντομάτες στο Βιβάρι την είδε ένα μεσημέρι ο συνάδελφός της Μιχάλης Καλογιάννης και τη ρώτησε με φυσικότητα: «Είχατε πρεμιέρα χτες;».
Οι ηθοποιοί μπαίνουν συνήθως στην Επίδαυρο περπατώντας. Σπάνια εξαίρεση αυτή του Στέφανου Κυριακίδη, που στην παρθενική του εμφάνιση μπήκε με τα... μούτρα, αφού είχε σκοντάψει. Ο ίδιος δράστης αμέτρητων κωμικών καταστάσεων. Το 2002, στον ομώνυμο ρόλο από τον «Ηρακλή» του Ευριπίδη, έλεγε στη διάρκεια της γενικής δοκιμής στον Αμφιτρίωνα, που υποδυόταν ο Δημήτρης Καμπερίδης: «Πατέρα, θάψε τα παιδιά μου, εγώ πρέπει να φύγω τώρα». Κι ο Καμπερίδης συναινώντας τον ρωτούσε με τη σειρά του: «Κι εμένα, γιε μου, ποιος θα με θάψει;». «Ο Γεωργουσόπουλος», φώναξαν όλοι μαζί οι ηθοποιοί, εννοώντας φυσικά τον κριτικό θεάτρου!
Ο... κουφός Οιδίποδας
Αν υπάρχει κάποιος που έχει... στοιχειώσει τα «Επιδαύρεια», αυτός είναι ο Αλέξης Μινωτής. Ως σκηνοθέτης αλλά και ως ηθοποιός μετρούσε παρουσία δεκαετιών στο θέατρο, όπου, ανάμεσα σε άλλα, χαιρόταν και την παρέα με τις νέες ηθοποιούς. Όπως ένα μεσημέρι στο δρόμο προς την Παλιά Επίδαυρο, όπου μία από αυτές έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της. Έντρομες οι συνεπιβάτισσές της επιχειρούσαν να απεγκλωβιστούν, με μόνο ευτυχή τον Μινωτή, που είχε τη «χαρά» να τις βοηθήσει.
Ενήμερη πάντως για τις διαθέσεις του ήταν η Κατίνα Παξινού, η οποία, παίζοντας χαρτιά με την Ελένη Χατζηαργύρη στον «Λεωνίδα» και βλέποντας τις νέες να περνούν, έλεγε χαρακτηριστικά: «Συγγένισσες».
Στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», το 1986, στο ρόλο της Ισμήνης εμφανιζόταν η Σοφία Κακαρελίδου, που στις πρόβες διατηρούσε ψηλά τον τόνο της φωνής της. Ο Μινωτής, αφού της ζήτησε ξανά και ξανά να μιλάει πιο χαμηλόφωνα, στο τέλος δεν άντεξε και είπε: «Κυρία Κακαρελίδου, τυφλός ήταν ο Οιδίπους, όχι κουφός!».
Δύο εξαιρετικά περιστατικά αφορούν και την Άννα Καλουτά, που έπαιξε «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μεσσάλα. Το πρώτο συνέβη όταν ο σκηνοθέτης τής ζήτησε σε κάποια πρόβα να σταθεί κοντά στη θυμέλη (σ.σ.: στο κέντρο του θεάτρου) κι αυτή αφελέστατα ρώτησε τις κοπέλες του χορού: «Κοριτσάκια, ποια από εσάς λέγεται Θυμέλη;». Το δεύτερο όταν, ακούγοντας πως στο θέατρο υπάρχει ορχήστρα (σ.σ.: η σκηνή), ρώτησε αν θα ήταν ζωντανή!
Ο Θύμιος Καρακατσάνης έχει... φάει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Κάποια στιγμή όμως δοκιμάστηκαν άγρια τα νεύρα του, όταν ερμήνευε ο ίδιος «Λυσιστράτη». Στο θέατρο δεν έπεφτε καρφίτσα, ο κόσμος συνέχιζε να καταφθάνει, η παράσταση ξεκίνησε τρεις φορές και διακόπηκε, με αποτέλεσμα να δοθεί με περισσότερη από μισή ώρα καθυστέρηση, κάτι ακραίο για τα επιδαύρεια ήθη.