Μ. Πλέσσας: "Οι νέοι ξεχωρίζουν την ήρα από το σιτάρι"

12.01.2009
Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν και τα τραγουδάνε τρεις γενιές. Ο Μίμης Πλέσσας αδιαμφισβήτητα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς στο χώρο της μουσικής ιστορίας της χώρας μας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τα τραγούδια του αγαπήθηκαν και τα τραγουδάνε τρεις γενιές. Ο Μίμης Πλέσσας αδιαμφισβήτητα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς στο χώρο της μουσικής ιστορίας της χώρας μας. Με ένα βραβείο για μια τζαζ σύνθεσή του το 1965 στην Αμερική, αμέτρητες επιτυχίες που ταυτίστηκαν με τα μιούζικαλ του ελληνικού κινηματογράφου και τραγούδια που όλοι σιγοτραγουδήσαμε σε στιγμές κεφιού, ο μοναδικός καλλιτέχνης επιστρέφει φέτος στις αθηναϊκές πίστες, στην «Ιερά Οδό», σε μια συνεργασία με τον παλιό και καλό του φίλο Γιώργο Χατζηνάσιο. Τον συνάντησα στο χώρο της μουσικής σκηνής «Ιερά Οδός» την ημέρα της πρεμιέρας του, στις 24 Δεκεμβρίου. Σε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, λοιπόν, αρκετά φορτισμένη όμως λόγω των γεγονότων των ημερών, μιλήσαμε για τη μουσική, για τον πήχη που κατέβηκε, αλλά και για τα όνειρα και τις ελπίδες που ακόμη υπάρχουν μέσα μας. Βέβαια, στα λόγια του διαφαίνεται ένα μικρό παράπονο για τα χρόνια που «σημάδεψαν» τη μουσική και κατέβασαν τον πήχη, ένα παράπονο όμως που βγαίνει με γλύκα και νοσταλγία για τις καλές στιγμές του παρελθόντος.

Ξεκινάτε τις εμφανίσεις σας στην ολοκαίνουργια «Ιερά Οδό» με τον Γιώργο Χατζηνάσιο και νέους τραγουδιστές. Είναι άλλη μια πρόκληση για σας;

«Η πρόσκληση σε ένα καινούργιο μαγαζί που θα άνοιγε με κάτι αλλιώτικο από αυτά που ισχύουν στην τόσο επιτυχημένη γειτονιά για μένα αποτελεί πρόκληση. Στη γειτονιά αυτή όλοι οι σπουδαίοι τραγουδιστές έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους και παρουσιάζουν τις επιτυχίες της εποχής και ό,τι ξεχωριστό υπάρχει στο ρεπερτόριό τους.

Η πρόσκληση έγινε πρόκληση από τη στιγμή που μου ζητήθηκε με νέους ανθρώπους να αναζητήσω το ρεπερτόριο που δεν χάθηκε ποτέ, που το συγχωρεί ο χρόνος, που χρησιμεύει ναυαγοσωστικά από όλους τους σημερινούς μεγάλους και που κάθε φορά και στη δισκογραφία που έχει απομείνει κάποιος που θέλει να ρίξει άγκυρα το χρησιμοποιεί».

Γιατί πιστεύετε ότι γίνεται αυτό;

«Είναι βαθιά ριζωμένο στο DNA των σημερινών νέων, που πλέον αδιαφορούν για το ποιος το έγραψε, και καλά κάνουν. Γιατί σημασία δεν έχει ύστερα από τόσα χρόνια το ποιος το έγραψε, αλλά ότι μπορεί σήμερα να εξακολουθεί να λουλουδίζει. Μάλιστα, όταν έμαθα ότι μπορώ να είμαι με έναν από τους αγαπημένους συνεργάτες και ξεχωριστούς συνθέτες της γενιάς του, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τα πράγματα σοβάρεψαν ακόμα πιο πολύ. Ευτυχώς, στο ρεπερτόριό μας υπήρξε ο έρωτας, η αμφισβήτηση, η αντίθεση, κι έτσι, σε μια εποχή που το τραγούδι χρησιμεύει πολύ περισσότερο στον κερδώο Ερμή, εμείς τολμάμε να εμφανιστούμε αγκαλιά με το λυράρη Απόλλωνα».

Εκτός από τις εμφανίσεις στην «Ιερά Οδό», συνεργάζεστε και στο Θέατρο «Ορφέας», στο έργο «Ένας ταξιτζής στην μπανιέρα μου», με το φίλο σας από τα παλιά Γιάννη Δαλιανίδη.

«Φαντάζεται κανείς πως θα ήταν δυνατόν σε πρόσκληση του Γιάννη εγώ να μην πω πρώτα ναι και μετά να σκεφτώ; Και, βέβαια, υπάρχει λόγος γι αυτό. Κι αυτός είναι ότι όσες φορές διαφωνήσαμε με τον Γιάννη, εκείνος είχε δίκιο και εγώ ξεπερνούσα τις προσδοκίες του. Δεν είναι σπουδαίο μετά από τόσα χρόνια να ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο; Βέβαια, σήμερα είναι εύκολο να ξεχνάει κανείς, λόγω της τεράστιας επιτυχίας που έχουν τα θεατρικά και κινηματογραφικά μας πεπραγμένα, την αμφισβήτηση, την απαξιωτική αντιμετώπιση με την οποία οι επαϊοντες φρόντιζαν να μας αντιμετωπίσουν. Η υπομονή σου να με ακούς μου δίνει την ευκαιρία να πω πως αυτοί σήμερα είναι στα σπίτια τους κι εμείς στις επάλξεις, να δίνουμε άλλη μια φορά μάχη για τα πιστεύω μας. Και είναι τόσο σπουδαίο να προσπαθείς ο ίδιος να ανεβάσεις τον πήχη εκεί που τον άφησες. Μόνο που σήμερα είμαστε... ασπιδωμένοι από την αγάπη του κόσμου».

Μια ζωή γεμάτη μουσική και τραγούδια που ακούνε τρεις γενιές και θα ακούνε πολλές ακόμα. Υπάρχει μυστικό ή είναι απλώς το ταλέντο και η αγάπη για τη μουσική;

«Το μυστικό δεν υπάρχει, γιατί, αν το ξέραμε, θα κάναμε μόνο επιτυχίες και τότε το επάγγελμα δεν θα ήταν επαγγελία, αλλά θα ήταν δουλειά, δηλαδή δουλεία. Εκείνο όμως που έχει υποχρέωση όποιος τολμάει να λέγεται δημιουργός είναι σε κάθε περίπτωση να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και να αρνείται την υποταγή στη μόδα. Και αν το ταλέντο το επιτρέπει, να μετατρέπει σε μόδα την παραγγελιά. Αυτό κάναμε με τον Γιάννη όλα τα χρόνια της συνεργασίας μας και αυτό κάνω ακόμα, μόνο που οι παραγγελιές είναι λιγότερες, αλλά σημαντικότερες. Κι έτσι βρίσκομαι να έχω κάνει 3 ορατόρια, 1 σύγχρονη όπερα, να έχουν αντιγραφεί για συμφωνικές ορχήστρες όλα μου τα έργα τα περισσότερα άγνωστα στην Ελλάδα και να είμαι έτοιμος να εκτελέσω την τελευταία παραγγελιά, την οποία θα μου επιτρέψεις να κρατήσω μυστική, για να έχω τη χαρά να ξαναβρεθώ μαζί σου, που με ακούς με τόση υπομονή».

Έχετε πάρει πολλά βραβεία. Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο για σας προσωπικά;

«Θα πρέπει να σου αναφέρω δύο: Το ένα μου το έδωσε η εκκλησιά για το ορατόριο Άγιες Μνήμες, που έγραψα με τον ποιητή Δημήτρη Μπρούχο για τα Παύλεια της Βέροιας. Το άλλο είναι από την πολιτεία, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος μου απένειμε το Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα, που είναι μία από τις σημαντικότερες επιβραβεύσεις στους ανθρώπους του πνεύματος».

Από το βραβείο σας για την τζαζ σύνθεση «Τheme Οne», που συνθέσατε το 1947 και βραβεύτηκε στο Jazz Clinic Festival το 1965, μέχρι την «Ιερά Οδό» του 2008-9 πώς θα χαρακτηρίζατε τη διαδρομή σας;

«Ατελείωτη, επίπονη και δικαιωμένη. Ευτυχώς, τα τρία τελευταία χρόνια με ανακάλυψαν οι τζαζίστες της Ευρώπης και της Αμερικής. Θυμήθηκαν τον Dimitri Mimis Ρlessas».

Μπορείτε να μου μιλήσετε λίγο γι αυτό;

«Ως αποτέλεσμα αυτής της ανακάλυψής μου από τους Ευρωπαίους τζαζίστες η μοναδική Μαρία Μαρκεσίνη με 12 από τους καλύτερους μουσικούς της Ευρώπης κάνει ένα CD και το αποκαλεί Twelve Sketches: The Mimis Plessas Songbook. Το λιγότερο σημαντικό ήταν να μείνει στους ευρωπαϊκούς καταλόγους επί τρεις εβδομάδες στην πρώτη πεντάδα και βέβαια τα τραγούδια που περιλαμβάνει γέννησαν τη Νάνα Μούσχουρη και την Τζένη Βάνου. Ένας από τους πιο επιτυχημένους σολίστες στην Αμερική, ο βιμπραφονίστας Χρήστος Ραφαηλίδης, κυκλοφορεί 2 CD. Στο ένα μας γνωρίζει μια σπουδαία νέα τραγουδίστρια, την Εύη Σιαμαντά, και στο άλλο βγάζουμε τα απωθημένα μας και παίζουμε μόνο για βιμπράφωνο και πιάνο τραγούδια που δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σε τζαζίστικο ρεπερτόριο. Για να έχουμε μάλιστα την πλήρη ευθύνη, το ονομάσαμε We two. Υπάρχει και ένα άλλο τρίο, οι Three Gs. Με τους μοναδικούς Βασίλη Ρακόπουλο στην κιθάρα και τον Αντώνη Λαδόπουλο στο τενόρο σαξόφωνο παίζουμε τζαζ εθνικά και δικά μου θέματα. Αυτός ο δίσκος υπάρχει για να θυμίζει στους ανίδεους ότι τζαζ δεν είναι τι παίζουμε, αλλά πώς το παίζουμε».

Χριστούγεννα και άγιες μέρες. Ποια είναι τα Χριστούγεννα που δεν θα ξεχάσετε ποτέ;

«Υπάρχουν πολλά Χριστούγεννα που θα ήθελα να ξεχάσω, γιατί τα περνούσα κλαίγοντας μακριά από τους δικούς μου και εύχομαι τα φετινά να είναι από αυτά που θα θέλω να θυμάμαι πάντα, μιας και μπορώ να είμαι με τη γυναίκα μου και την κόρη μου, γιατί ο γιος μου και τα εγγόνια μου θα λείπουν για καλό».

Πάντα εργάζεστε τέτοιες μέρες. Αν θα είχατε την ευκαιρία να μείνετε σπίτι τα Χριστούγεννα, τι θα κάνατε;

«Θα τα περνούσα διαβάζοντας ένα άρθρο του Διονύσιου Σιμπούγου, που θα με φώτιζε για το σύμπαν χωρίς να ξεχνάω το άστρο της Βηθλεέμ».

Ποια είναι η ευχή σας για το νέο έτος;

«Να είναι ανοιχτά τα αφτιά που οφείλουν να ακούσουν τα αιτήματα των νέων. Να υπάρξουν οι πολιτικές αποφάσεις, όποιο και αν είναι το κόστος, που επιτέλους θα επιτρέψουν στα παιδιά μας να ονειρεύονται. Και, τέλος, όσοι από μας τολμάμε να δηλώνουμε δημιουργοί να έχουμε τη σεμνότητα και να νιώθουμε βαθιά μέσα μας πως κάποια στιγμή τα ταπεινά μας ποιήματα θα βρεθούν μπροστά στα εγγόνια μας. Ευτυχώς, βέβαια, γιατί η αυστηρότης της νέας γενιάς έχει μάθει να ξεχωρίζει την ήρα από το σιτάρι».