Αφού πέρασε «Μέσα απ’ τις Φλόγες» του κόκκινου χαλιού των Όσκαρ και γνώρισε την εμπορική επιτυχία με το στουντιακό «Prisoners», ο Ντενί Βιλνέβ στρέφει για ακόμη μια φορά τα βλέμματα της κινηματογραφικής κοινότητας προς το μέρος του με τον καθηλωτικό «Άνθρωπο Αντίγραφο».
Σε αυτόν, ο σημαντικότερος σύγχρονος Καναδός δημιουργός (όσο ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ βρίσκεται σε χειμερία νάρκη) απομακρύνεται από τις συμβάσεις του μέινστριμ σινεμά για να επιχειρήσει μια κάθοδο στα βάθη του ανθρώπινου υποσυνείδητου, σε μια ταινία –συχνά ακατανόητη αλλά ακαταμάχητα ελκυστική- που φέρνει τον θεατή να αναζητά τριγύρω του τον πραγματικό Εχθρό.
Βασισμένος στο ομώνυμο και βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου και εμπνευσμένος από την doppelgänger μυθολογία, ο Βιλνέβ μεταφέρει τις σελίδες του βιβλίου στους δρόμους του σύγχρονου Τορόντο.
Μην αφήνοντας καρέ να πάει χαμένο, ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης απ’ το πρώτο κιόλας πλάνο ξεδιπλώνει δεξιοτεχνικά στην οθόνη την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που περιβάλλει και ορίζει τους ήρωες και τις τοποθεσίες του.
Ένα απλό πανάρισμα της κάμερας είναι αρκετό για να καταγράψει σε έναν φιντσερικό κίτρινο τόνο την πόλη του Τορόντο ως ένα μέρος νωθρό και ασφυκτικό, τόπο ιδανικό να φιλοξενήσει οποιοδήποτε μεταφυσική δραστηριότητα.
Στην ονειρική σεκάνς που ακολουθεί (και μοιάζει με κομμένη σκηνή απ' το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά»), παρατηρούμε την είσοδο του πρωταγωνιστή Τζέικ Τζίλενχαλ στο εσωτερικό ενός κλειστού χώρου όπου άνδρες κάθε ηλικίας παρακολουθούν ζωντανό σεξ μεταξύ γυναικών.
Λίγο πιο πέρα κάποιος ξεσκεπάζει ένα ασημένιο σκεύος το οποίο, αντί για κάποιο υποτιθέμενο γεύμα, περιέχει μια τεράστια ταραντούλα, η οποία με τη σειρά της συντρίβεται αστραπιαία από το τακούνι μιας γυναικείας γόβας.
Καθώς ο παραπάνω αινιγματικός πρόλογος φτάνει στο τέλος του, το φιλμ μάς συστήνει τον Άνταμ Μπελ (ο ένας απ’ τους χαρακτήρες που υποδύεται ο Τζίλενχαλ), έναν χαμηλών τόνων καθηγητή ιστορίας που βαλτώνει καθημερινά στην ρουτίνα της διδασκαλίας και της σχέσης του με την γοητευτική Μέρι (Μελανί Λοράν).
Ένα βράδυ και, έχοντας βρει καταφύγιο στην συντροφιά ενός b-movie, ο Ανταμ παρατηρεί πως ένας από τους ηθοποιούς, του μοιάζει εξωφρενικά πολύ. Η επόμενη μέρα τον βρίσκει να νοικιάζει τις υπόλοιπες ταινίες του υποτιθέμενου σωσία και να αποφασίζει τελικά να αναζητήσει τον μυστηριώδη άντρα που ονομάζεται Άντονι Κλερ.
Ο Ντενί Βιλνέβ βρίσκει στο πρόσωπο του Τζέικ Τζίλενχαλ τον συνδετικό κρίκο της διπλής επιστροφής του στα κινηματογραφικά δρώμενα, τον ιδανικό πρωταγωνιστή δύο ταινιών που καθεμιά ακολουθεί ξεχωριστούς δρόμους.
Στο «Prisoners», το οποίο αν και γυρίστηκε αργότερα, κυκλοφόρησε πριν από τον «Άνθρωπο Αντίγραφο», ο Γαλλοκαναδός δημιουργός δοκιμάζει τις δυνάμεις του στις παρυφές του εμπορικού Χόλιγουντ, με ένα δράμα απαγωγής, υψηλού προϋπολογισμού και αντίστοιχα υψηλών εισπρακτικών απαιτήσεων.
Αντίθετα στον «Ανθρωπο Αντίγραφο», ο Βιλνέβ επιλέγει μια προορισμένη να διχάσει αφαιρετική αφήγηση και παρασύρει τον Τζίλενχαλ σε ένα στοιχειωτικό σινεφίλ δράμα που μεταφέρει τον Αμερικανό ηθοποιό σε ένα κινηματογραφικό τόπο που όμοιό του είχε να συναντήσει από την εποχή του «Donnie Darko».
Στην καφκική κάθοδο στο υποσυνείδητο που επιχειρεί ο «Άνθρωπος Αντίγραφο» και όταν πια οι ζωές του Άνταμ και του Άντονι διαπλέκονται, ο Βιλνέβ επιστρατεύει ενδείξεις, υποψίες και κλεισίματα του ματιού, απλώνοντας έτσι ένα mindfuck παζλ που ο θεατής καλείται να συμπληρώσει, αν και κάθε κομμάτι συχνά ταιριάζει σε περισσότερα από ένα κενά.
Σε πλήρη αρμονία με τις προθέσεις του σκηνοθέτη, ο Τζίλενχαλ, -στην μέχρι στιγμής πιο σημαντική ερμηνεία της καριέρας του- χτίζει χωρίς υπερβολές δυο ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες επιτυγχάνοντας στο σύνολο της ταινίας αυτοί να γίνονται τελείως διακριτοί και πειστικοί.
Είναι ο «Άνθρωπος Αντίγραφο» η αναπαράσταση της ψυχωτικής σχιζοφρένειας που βασανίζει το μυαλό του κεντρικού ήρωα, όπως ακριβώς ταλαιπωρείται ο χαρακτήρας του Εντουαρτ Νόρτον στο «Fight Club» του Ντέιβιντ Φίντσερ;
Μήπως διηγείται απλά τα γεγονότα μιας περίεργης συγκυρίας όπου δύο πανομοιότυποι άνδρες εμπλέκονται σε μια αμφίδρομη παθογενή σχέση με θύματα τους ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσά τους ή συνιστά απλά μια παραβολή για την ζωή μέσα στην καρδιά ενός ολοκληρωτικού συστήματος στο οποίο τα υποκείμενα δεν έχουν επίγνωση της αιχμαλωσίας τους;
Τα επιχειρήματα υπερ της τελευταίας θεωρίας έχουν ήδη φουντώσει στις διαδικτυακές συζητήσεις, ειδικά μετά τις δηλώσεις του Γαλλοκαναδού σκηνοθέτη σύμφωνα με τις οποίες οι απαντήσεις βρίσκονται μέσα στην ταινία.
Πλάνα που αιχμαλωτίζουν τα καλώδια στον ουρανό της πόλης σε σχηματισμό ιστού, ένα γκράφιτι σε τοίχο που απεικονίζει έναν επιχειρηματία να χαιρετάει φασιστικά και το κοντινό πλάνο στο φινάλε μιας κρίσιμης σκηνής όπου ο φακός νετάρει πάνω σε ένα θρυμματισμένο γυαλί παραπέμποντας ακόμη μια φορά σε ιστό αράχνης, δεν μπορεί να έχουν τοποθετηθεί τυχαία.
Αν και κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει με σιγουριά την σημασία των παραπάνω συμβολισμών, οι προθέσεις του Βιλνέβ να στοχαστεί πάνω στην ευρύτερη έννοια του «εχθρού» είναι προφανείς.
Μπορεί ο εχθρός να βρίσκεται στο σύστημα που μας περιβάλλει, μπορεί να είναι ακόμα και αυτός που στέκεται απέναντί μας. Αλλά τι γίνεται όταν αυτός που αντιλαμβανόμαστε ως εχθρό είναι ένα πιστό μας αντίγραφό; Μήπως ο εχθρός βρίσκεται ακριβώς εκεί, δηλαδή ουσιαστικά μέσα μας;