«Υπάρχει λογική και στην καρδιά. Νομίζω ότι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες, ειδικά στη λογοτεχνία σκέφτονταν με την καρδιά τους». Δυστυχώς ή ευτυχώς ο Ντάγκλας Σερκ δεν υπήρξε ποτέ τίποτα λιγότερο... Ο Ντάγκλας Σερκ είχε πει κάποτε «υπάρχει μια πολύ μικρή απόσταση ανάμεσα στο τι είναι υψηλή τέχνη και τι σκουπίδι. Κι ένα σκουπίδι που περιέχει μια δόση τρέλας δεν μπορεί παρά να είναι ό,τι πιο κοντινό στην τέχνη». Αρκεί να μπορείς να τη διακρίνεις, θα συμπλήρωνε κάποιος.
Όταν το «All That Heaven Allows» πρωτοβγήκε στους κινηματογράφους, δεν ήταν παρά ένα «φτηνό μελόδραμα». Ένα ακόμα κομμάτι ενός κινηματογραφικού είδους που για τους κριτικούς μπορούσε να αγγίξει μόνο τους δακρυγόνες αδένες των γυναικών, ένα σκουπίδι το οποίο δεν μπορούσε υπό καμία συνθήκη να αντιμετωπιστεί ως τέχνη. Η Universal είχε δώσει στον Ντάγκλας Σερκ χρήματα και ελευθερία για να επαναλάβει την επιτυχία του «Magnifcent Obsession» με την Τζέιν Γουάιμαν και τον Ροκ Χάντσον την προηγούμενη χρονιά, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να του δώσει λίγη παραπάνω προσοχή και να δει λίγο πιο πίσω από μια φαινομενικά αφελή ιστορία αγάπης (με happy end) ανάμεσα σε μια γυναίκα και τον κηπουρό της.
Κι όμως το «All That Heaven Allows» μοιάζει να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αφελές, και υπάρχουν περισσότερα από ένα σημεία που το αποδεικνύουν. Ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα πλησιάζει -από την πρώτη σκηνή των τίτλων- το σπίτι της Κάρι προετοιμάζει εξαρχής το έδαφος για ό,τι θα ακολουθήσει -την ακύρωση οποιασδήποτε σύμβασης του mainstream σινεμά του '50. Το μέχρι τότε «ασφαλές φρούριο» της αστικής τάξης δεν είναι για τον Ντάγκλας Σερκ παρά μια φυλακή.
Κινηματογραφώντας την υστερικά τακτοποιημένη του παγωνιά, θα αφήσει τους ανθρώπους μέσα του να εξομολογηθούν τη μοναξιά τους, χωρίς ποτέ να τους χαρίσει την πρόσβαση σε μια θέα που θα τους αποκάλυπτε την αληθινή ζωή. Η τελευταία βρίσκεται ελεύθερη και πανταχού παρούσα μόνο στο Μύλο του ρον. Εκεί όπου η Κάρι θα παρασυρθεί από τη γοητεία ενός άντρα τελείως διαφορετικού από εκείνους που θα της επέτρεπε η κοινωνική θέση της να ερωτευθεί. Κι εκεί ο Σερκ θα τολμήσει το αδιανόητο.
Αλλάζοντας τους παραδοσιακούς ρόλους ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, θα δώσει στον Ρον το ρόλο του τρυφερού και εγκεφαλικού επαναστάτη, αντίβαρο στην αποστειρωμένη ακαμψία της Κάρι. Και αγνοώντας πως στον αμερικάνικο κινηματογράφο ήταν αποκλειστικά οι γυναίκες που μάθαιναν στους άντρες πώς να αγαπούν, θα αφήσει χώρο στο Ρον για να μάθει στην Κάρι πώς πρέπει να είναι μια γυναίκα. Η Κάρι θα αρχίσει να βλέπει, αλλά τα μάτια της θα κλείνουν όποτε επιστρέφει στην αστική της ασφυξία. Κι όμως, αυτή θα καταφέρει περισσότερα απ' όσους δεν άνοιξαν ποτέ τα μάτια τους στο έργο του Ντάγκλας Σερκ.
Αυτούς που δεν είδαν ποτέ ότι το «All That Heaven Allows» ήταν στην πραγματικότητα μια ταινία επιστημονικής φαντασίας (ο Ρον είναι ένας εξωγήινος που νιώθει άβολα μέσα στους κανόνες της ευπρεπούς μα ψεύτικης ανθρώπινης επικοινωνίας), αυτούς οι οποίοι δε θα μπορούσαν να δεχθούν ότι ο Σερκ, όπως επίσης και ο φανατικός θαυμαστής του, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, έμαθε στον κόσμο ότι δεν μπορείς ποτέ να κάνεις ταινίες «για κάτι», αλλά μόνο ταινίες «με κάτι», με ανθρώπους, με λουλούδια, με φως, με καθρέφτες, με αίμα, με όλα τα τρελά πράγματα που μπορεί να αξίζουν σε αυτή τη ζωή.
Η σύγχρονη αποθέωση του Ντάγκλας Σερκ από τη Nouvelle Vague και κυρίως τον Ζαν Λικ Γκοντάρ, η μεταγενέστερη αναγνώριση (και αποθέωση) της αξίας των ταινιών του ως το πιο επαναστατικό δείγμα αμερικάνικου κινηματογράφου μαζί με την έκρηξη του sci-fi στη δεκαετία του '50, ο φόρος τιμής που του αποτίουν με κάθε ταινία τους ο Τοντ Χέινς, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ και ο Κουέντιν Ταραντίνο, είναι εκτός από τη δικαίωση ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, και μια ανακούφιση.
Όσο κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ζούμε (ξανά) ερωτικές ιστορίες και η αφορμή που ζητάμε κάθε φορά για να σπάσουμε κάθε όριο και ν’ ανακαλύψουμε τι μπορεί να είναι τελικά ο αληθινός μας εαυτός. Πριν μείνουμε και πάλι μόνοι μέσα στην παγωνιά όσων θα μας κρατούν αιώνια φυλακισμένους.