Εάν δεν έχετε δει / διαβάσει / ακούσει τίποτα για τις τηλεοπτικές σειρές “Μisfits” και “Heroes” ή αν είστε ανάμεσα σε αυτούς που δεν έχουν έρθει σε επαφή με το φαινόμενο “Cloverfield”, ετοιμαστείτε για μία φρέσκια κινηματογραφική εμπειρία στα υπερ-ηρωικά χωράφια. Οι υπόλοιποι απλά κρατήστε μικρό -αρκετά μικρό- καλάθι.
Μία ταινία για εφήβους με υπερφυσικές δυνάμεις που ξεπηδά από το πουθενά δεν μπορεί παρά να τραβήξει την προσοχή μας. Όταν μάλιστα σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν είναι παρά δύο άγνωστοι πιτσιρικάδες που το μόνο παράσημο στο cv τους είναι το γεγονός ότι ο ένας εκ των δύο (Μαξ Λάντις) είναι γιος του ανθρώπου που σκηνοθέτησε το “Ένας (Αμερικάνος) Λυκάνθρωπος στον Λονδίνο”, η περιέργεια οξύνεται ακόμη περισσότερο. Πώς κατάφεραν δύο πρωτάρηδες να εξασφαλίσουν 15 εκατομμύρια δολάρια για μπάτζετ και τις πλάτες της Fox για το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο;
Η απάντηση είναι απλή: μυρίστηκαν το zeitgeist και έδωσαν στα κοστούμια του Χόλιγουντ αυτό ακριβώς που έλειπε από τη συλλογή τους. Μία ταινία ενηλικίωσης με πρωταγωνιστές εφηβάκια-υπερήρωες, δοσμένη σαν ημερολόγιο καταγεγραμμένο από τους ίδιους, α λα “Blair Witch Project” και φόντο την αγαπημένη λυκειακή αμερικάνα.
Μετά την ανακάλυψη των υπερφυσικών δυνάμεών τους, ο ψυχάκιας Άντριου, ο ελαφρώς πιο νορμάλ ξάδερφός του Ματ (Άλεξ Ράσελ) και ο δημοφιλής Στιβ (Μάικλ Μπ. Τζόρνταν) γίνονται ένα αταίριαστο παρεάκι. Στην αρχή χρησιμοποιούν με τη χάρη των ηρώων του “Jackass” τα νεοαποκτηθέντα χαρίσματά τους, μέχρι που ο Άντριου ενδίδει όλο και περισσότερο στη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, για να καταλήξει τελικά μόνος εναντίον όλων σε ένα σπιράλ (αυτο)καταστροφής. Φυσικά, το χρονικό αυτό -όπως μαρτυρά και ο τίτλος- είναι ένα patchwork σκηνών από διάφορες κάμερες που καταγράφουν τα γεγονότα εν τη γενέσει τους.
Τι μπορεί όμως να προσφέρει ένα εύρημα σχεδόν 15 ετών, το οποίο μάλιστα ανένηψε (με πολύ πιο άρτιο τρόπο) στο “Cloverfield” για να ισοπεδωθεί εντελώς με το πρόσφατο “Paranormal Activity”; Όχι πολλά. Όπως οτιδήποτε άλλο στο σύμπαν του “Χρονικού”, έτσι και η πανταχού παρούσα κάμερα του πρωταγωνιστή Άντριου (Ντέιν ΝτεΧάαν) είναι εκεί επειδή κάτι τέτοιο “μοιάζει cool”. Οι λόγοι που ο σκοτεινός ήρωας ξεκινά να καταγράφει κάθε λεπτό της μίζερης καθημερινότητάς του - για να αποστασιοποιηθεί από την κακοποίηση του πατέρα του, την αρρώστια της μητέρας του, τη μηδαμινή κοινωνική του ζωή - δεν εξετάζονται ποτέ σε βάθος, αλλά κάτι τέτοιο φαντάζει εκ του περισσού όταν το φιλμ δεν μπαίνει καν στον κόπο να υπηρετήσει πιστά το υποτιθέμενο εύρημά του.
Η πορεία του από χαζό παιδί teen angst γεμάτο σε “Μαγκνίτο” δεν διαθέτει πρωτοτυπία ούτε απομακρύνεται από την μακρόχρονη παράδοση των κόμικς αλλά η τελική του κατάληξη (μαζί με το ίδιο το φινάλε του φιλμ) διαθέτει το νεύρο, τον ενθουσιασμό και τη δύναμη που λείπει από την υπόλοιπη ταινία. Η κάμερα στο χέρι δίνει μία αίσθηση ασυνήθιστη για το είδος (hello “Cloverfield”!), ενώ η τηλεπάθεια ποτέ δεν ήταν πιο διασκεδαστική από την εποχή των ψηφιακών εφέ (hello “Heroes”!). Οι αναφορές (hello “Carrie”!) δίνουν και παίρνουν, αλλά αυτό που μένει είναι περισσότερο μια αίσθηση κολάζ παρά γνήσιας σινεφιλίας.
Aν υπάρχει κάτι που μπορούμε να θυμόμαστε τελικά από αυτό το “Χρονικό” της γενιάς του YouTube, πέρα από τον σφιχτό ρυθμό και την απολαυστικά ανερυθρίαστη έλλειψη βάθους του, είναι ότι η εφηβεία μοιάζει με ναρκοπέδιο έτοιμο να εκραγεί - και αυτή την ταινία θα θέλαμε να δούμε στη μεγάλη οθόνη.
Φαίδρα Βόκαλη