Ταινίες πάνω στην εμπειρία της διδασκαλίας σε ένα σχολείο, το σταδιακό χτίσιμο της εύθραυστης σχέσης μεταξύ καθηγητή και μαθητών και την χρήση μιας τάξης ως κοινωνικής μικρογραφίας έχουν γίνει πολλές. Ταινίες πάνω στην αντιμετώπιση μιας τραγωδίας και την επώδυνη επούλωση των ανοιχτών πληγών που αυτή αφήνει πίσω της έχουν γίνει επίσης αμέτρητες. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, πολύ σπάνια έχει κατορθώσει το σινεμά να μην ενδώσει σε ηθικολογίες, σε διδακτισμούς και σε συγκινησιακές λύσεις που υπόσχονται να κολακεύσουν το κοινό και να κερδίσουν περισσότερους θεατές.
Στην ταινία του Φιλίπ Φαλαρντό, την οποία ο καναδικής καταγωγής σκηνοθέτης διασκεύασε από έναν θεατρικό μονόλογο της Εβελίν Ντε λα Σενλιέρ, η αφηγηματική εγκράτεια και η ψύχραιμη μελαγχολία που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της ιστορίας αποτελούν από μόνα τους ένα μάθημα για το πώς μπορείς να χειριστείς ένα πολυιδωμένο θέμα με τον λιγότερο αβανταδόρικο και σχηματικό τρόπο.
Καθώς ένας μοναχικός Αλγερινός σαραντάρης, που κουβαλά το δικό του οδυνηρό πρόσφατο παρελθόν και ένα επίσης ασταθές παρόν, αναλαμβάνει να αντικαταστήσει την θέση που αφήνει κενή σε ένα δημοτικό σχολείο του Μόντρεαλ μια νεαρή δασκάλα η οποία βρίσκεται απαγχονισμένη στην ίδια της την τάξη, ο σκηνοθέτης προσφέρει όχι μια ακόμη παραλλαγή στην δημοφιλή κινηματογραφική συνταγή του «Κύκλου των Χαμένων Ποιητών» αλλά ένα ήρεμο και συμπονετικό δράμα που δεν γυρεύει εύκολες εντυπώσεις και δεν εκβιάζει για δάκρυα.
Μπορεί η διακριτικότητα την οποία ο Φαλαρντό διαλέγει ως ύφος να στερούν λίγη παραπάνω ζωντάνια από το φιλμ και η γεμάτη εκφραστικότητα ερμηνεία του Μοχάμεντ Φελάγκ στον ρόλο του δασκάλου να έρχεται σε σύγκρουση με ένα σενάριο το οποίο αφήνει μόνο φευγαλέα να ρίξουμε ματιά στον καλά περιφρουρημένο εσωτερικό κόσμο αυτού του ήρωα. Αυτές είναι, ωστόσο, οι μόνες σοβαρές ενστάσεις σε μια ταινία που αποτελεί υπόδειγμα στο είδος της, κυρίως επειδή αντιλαμβάνεται όλες τις συναισθηματικές παγίδες στις οποίες μπορεί να εγκλωβίσει τους θεατές της και διαλέγει, παρ’ όλα αυτά, να τις προσπεράσει με αξιοπρέπεια.
Ο «Κύριος Λαζάρ» μιλά για τον τρόπο με τον οποίο μια ανθρώπινη τραγωδία μπορεί και γεννά γέφυρες οι οποίες ενώνουν διαφορετικές γενιές και ηλικίες κάτω από την ίδια πένθιμη ομπρέλα και για την δυσκολία του να μεγαλώνεις σε έναν κόσμο γεμάτο από σκληρές αλήθειες από τις οποίες δεν μπορείς πάντα να προστατευτείς. Και καθώς φτάνει στο φινάλε του, χαρίζει μια υπέροχη (μέσα στην απλότητά της) τελευταία σκηνή, η οποία έρχεται σαν ξαφνικός κόμπος στον λαιμό για να σου επισημάνει με τον λιγότερο πομπώδη τρόπο ότι τα σημαντικότερα μαθήματα που μπορεί κανείς να διδαχτεί στα θρανία ενός σχολείου, και κατ’ επέκτασιν στη μετέπειτα αναμέτρησή του με τον έξω κόσμο, δεν βρίσκονται στην διδακτέα ύλη κανενός βιβλίου. Κρύβονται πρωτίστως στην εμπειρία ενός συναισθήματος.