Συνομιλώντας με τους Αγγέλους

01.07.2008
Ο Ντέρεκ Τζάρμαν γεννήθηκε στο Μίντλσεξ στις 31 Ιανουαρίου του 1942, εν μέσω βομβαρδισμών, μετακόμισε στο Κεντ, δίπλα στον σταθμό πυρηνικής ενέργειας, μετά την είδηση της ασθένειας του από AIDS και πέθανε το 1994 σε ηλικία 52 χρόνων, δύο μέρες πριν το αγγλικό κοινοβούλιο αρνηθεί τη μείωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη ομοφυλοφιλικών σχέσεων στα 16 χρόνια. Στο ενδιάμεσο η ζωή του ήταν λογικό να μοιάζει περισσότερο με μία ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί ακριβώς τη στιγμή που πρέπει.

Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο

Ο Ντέρεκ Τζάρμαν γεννήθηκε στο Μίντλσεξ στις 31 Ιανουαρίου του 1942, εν μέσω βομβαρδισμών, μετακόμισε στο Κεντ, δίπλα στον σταθμό πυρηνικής ενέργειας, μετά την είδηση της ασθένειας του από AIDS και πέθανε το 1994 σε ηλικία 52 χρόνων, δύο μέρες πριν το αγγλικό κοινοβούλιο αρνηθεί τη μείωση της νόμιμης ηλικίας για τη σύναψη ομοφυλοφιλικών σχέσεων στα 16 χρόνια. Στο ενδιάμεσο η ζωή του ήταν λογικό να μοιάζει περισσότερο με μία ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί ακριβώς τη στιγμή που πρέπει.

Ρunk is not dead
Για τις tabloids εφημερίδες του βρετανικού μικροαστισμού στην δεκαετία του80 ο Τζάρμαν υπήρξε για χρόνια το βούτυρο στο ψωμί τους, απ τη στιγμή που η δημόσια αποκάλυψη του ότι πάσχει από AIDS τον μεταμόρφωσε σε αγαπημένο τους θέμα και η μαχητική του στάση -διάσημη η χρήση της λέξης «ετεροσόκ» σε όλα σχεδόν τα γραπτά του- σε μια εποχή που οι ομοφυλόφιλοι διεκδικούσαν δυναμικά την ύπαρξη τους σε μια χώρα σιωπηρά εχθρική, τον ανέδειξε σε δημόσιο κίνδυνο για τους προστάτες της ηθικής και των «θεσμών» στον πλανήτη του 5 oclock tea. «Στις 22 Δεκεμβρίου του 1986, όταν έμαθα ότι είμαι οροθετικός έβαλα ένα στόχο: να δημοσιοποιήσω το μυστικό μου και να επιβιώσω από τη συμφορά που ονομάζεται Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα κατάφερα. Τώρα πρέπει να στρέψω το βλέμμα μου στον νέο αιώνα που έρχεται και σε έναν κόσμο όπου όλοι θα είμαστε ίσοι».

Για πολλούς άλλους ο Τζάρμαν δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τον άνθρωπο που άλλαξε την ζωή τους όταν το 1976 το «Sebastiane» ξεκίνησε την προβολή του στο Gate Cinema του Νότινγκ Χιλ, γεννώντας ένα σκάνδαλο - ανάμεσα σε άλλα και με την επί της οθόνης στύση ενός από τους πρωταγωνιστές του. «Τo Sebastiane δεν παρουσίαζε την ομοφυλοφιλία σαν πρόβλημα και αυτό ήταν που το έκανε να δείχνει τόσο διαφορετικό σε σχέση με όλα τα βρετανικά φιλμ που είχαν προηγηθεί. Ηταν επίσης ξεκάθαρα ομοερωτικό κάτι που το έκανε σημαντικό από ιστορικής άποψης. Κανένα φιλμ πριν από αυτό δεν είχε τολμήσει να κάνει κάτι τέτοιο. Υπήρχαν underground ταινίες όπως το Un Chant D Amour του Ζαν Ζενέ ή το Fireworks του Κένεθ Ανγκερ αλλά αυτό ήταν σε κοινή θεά. Μπορεί να είχε ελαττώματα, να μην είχε την φινέτσα ενός επαγγελματικού φιλμ, αλλά άλλαξε τις ζωές των ανθρώπων που το είδαν».

Με αυτές τις φράσεις ο Ντέρεκ Τζάρμαν περιγράφει καλύτερα απ οποιονδήποτε άλλο, όχι απλά την πρώτη του ταινία αλλά ολόκληρο το έργο του, την ίδια του τη ζωή. Η φινέτσα μπορεί να μην ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο, τα ελαττώματα στις ταινίες του ήταν συχνά περισσότερα απ όσα τα προτερήματά τους, όμως το μόνο που δεν τους έλειπε ήταν η ορμή, η δύναμη, το σθένος με το οποίο έφτυναν την υποκρισία και τη μιζέρια μιας εθελοτυφλούσας κοινωνίας και η τρυφερότητα με την οποία χάιδευαν τους αμαρτωλούς, τους παρίες, τους ανθρώπους και τις ιδέες που μέχρι τότε δεν έβρισκαν καμιά φωνή για την υπεράσπισή τους. Ο Τζάρμαν θεωρητικά δεν ανήκε σε αυτούς, μεγαλωμένος σε μια εύπορη οικογένεια, παιδί δυο αγαπημένων γονιών, υπάκουος γιος που δέχθηκε να αποκτήσει ένα «αξιοσέβαστο» πτυχίο στη Φιλολογία, την Ιστορία και την Ιστορία της Τέχνης πριν βυθιστεί στον κόσμο της Σχολής Καλών Τεχνών. Την ίδια στιγμή όμως στο πρόσωπο του πατέρα του, ενός στρατιωτικού πιλότου βομβαρδιστικού στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου -και ήρωα στα μάτια του- ο Τζάρμαν αναγνώριζε τη δυσαρέσκεια και την απογοήτευση μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων που στη δεκαετία του 70 και του 80 «έβλεπαν πια με μεγάλη δυσπιστία την κοινωνία που είχαν βοηθήσει να σωθεί».

Οι ταινίες του, όπως και οι πίνακες, τα γραπτά του, η ίδια του η ζωή δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η δική του αντίδραση απέναντι σε αυτή τη γενικευμένη δυσπιστία, αλλά μαζί και το καταφύγιό του στη συντροφιά «συνοδοιπόρων» στη διάρκεια του χρόνου, ανθρώπων όπως ο Σαίξπηρ, ο Κρίστοφερ Μάρλοου, ο Καραβάτζιο. Οι επιρροές του έρχονταν από την Αναγέννηση, την κλασική λογοτεχνία, τη ζωγραφική, αλλά η αισθητική του έμοιαζε να ερεθίζεται από ανθρώπους σαν τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Κένεθ Ανγκερ, τον Ζαν Κοκτό. Η συνάντηση των δυο αυτών ρευμάτων εντός του, σε μια εποχή που απ έξω ηχούσε ο θόρυβος της πανκ κι όλα έμοιαζαν δυνατά (ή μάταια), μοιάζει να εξηγεί τη γέννηση του δικού του σινεμά, της punk classic αισθητικής του που μπορεί να συνδυάσει την αυστηρότητα της φόρμας και την αφηγηματικότητα μιας ταινίας όπως το «Caravaggio» με την αληθινή έκρηξη εικόνων και ιδεών που συναντάμε σε φιλμ σαν το «Jubilee» και το «Last Of Εngland», ή και την απόλυτη κατάργηση κάθε κανόνα στο «Εdward ΙΙ» με την αισθητική να πατά καθαρά στο μεταμοντέρνο. Ακόμη και σήμερα, το μόνο που μπορείς να πεις με βεβαιότητα για το έργο του Τζάρμαν είναι πως, ακόμη κι αν δεν είναι δύσκολο να διακρίνεις πολλές από τις επιρροές του στις ταινίες του, αυτές εντούτοις δεν μοιάζουν με τίποτα απ όσα είχαν προηγηθεί ή ακολουθήσει στο τοπίο του βρετανικού (κι όχι μόνο) σινεμά.

Εκτός συστήματος
Το μοντέλο του εθνικού κινηματογράφου της χώρας του ήταν άλλωστε κάτι που ο Τζάρμαν είχε απορρίψει από πολύ νωρίς, όταν ξεκίνησε να δουλεύει ως σκηνογράφος στα Pinewood Studios - σε ταινίες όπως το «Τhe Devils» ή το «Savage Μessiah» του Κεν Ράσελ- όχι μόνο γιατί ο κινηματογράφος αντιμετωπιζόταν σαν προϊόν αλλά και για έναν πιο βαθιά προσωπικό αλλά αναμφίβολα ουσιαστικό λόγο: «Η κινηματογραφική βιομηχανία ήταν τόσο βίαια ετεροφυλόφιλη που γρήγορα κατάλαβα πως δεν θα δούλευα ποτέ στο βρετανικό σινεμά. Ηταν τόσο αντίθετο με τη ζωή μου, μια επιστροφή σε έναν κόσμο που ευτυχώς είχα αρχίσει να ξεχνάω. Δεν έπαιζε κανέναν ρόλο ότι πολλοί από τους ηθοποιούς ήταν γκέι. Το σύστημα των στούντιο ήταν ιεραρχικό και η σεξουαλικότητά μας είχε προδοθεί από το σινεμά» έγραφε ο Τζάρμαν στο βιβλίο του «Αt your Own Risk» ενθυμούμενος την εξαρχής δυσλειτουργική του σχέση με τη βιομηχανία.

Ετσι ο ίδιος προτίμησε να στήσει το δικό του εναλλακτικό «εργοστάσιο εικόνων» με την αυτονομία μιας κάμερας super 8, βασιζόμενος στην καλοσύνη των ξένων - το «Sebastiane» γυρίστηκε με τα ελάχιστα χρήματα ενός ιδιώτη χρηματοδότη- και στην πορεία δημιουργώντας τη δική του αυλή από φίλους συμμάχους, τους δικούς του συμμάχους στη μουσική - ανάμεσα τους οι Smiths και οι Pet Shop Boys με βιντεοκλίπ των οποίων πλήρωσε αρκετές φορές το νοίκι του- ακόμη και «σούπερ σταρ» όπως η μούσα και σύμμαχος Τίλντα Σουίντον. Αντίθετα από τον Αντι Γουόρχολ, όμως, που αντιμετώπιζε τα χρήματα σαν δικό του θεό και τσαλαβουτούσε πάντα στην ποπ πλευρά της τέχνης και της ζωής, ο Τζάρμαν τόσο στις ταινίες όσο και στη ζωή αναζητούσε κάτι βαθύτερο και μοιάζει να είχε πάντα στο μυαλό του την αίσθηση της ευθύνης που ηθελημένα ή μη, αισθανόταν ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης.

Η συμμετοχή του στον αγώνα της διεκδίκησης των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων υπήρξε καθοριστική στην προώθηση της ομοφυλοφιλικής ατζέντας του Αγγλικού κοινοβουλίου, έστω κι αν για μια straight μειοψηφία το ενδιαφέρον εξαντλούταν στους καυγάδες του με τον Ιαν ΜακΚέλεν για την καθυστερημένη έξοδο του από την ντουλάπα, ή τις αντιρρήσεις του για τη μετριοπαθή στάση των «επίσημων οργάνων» της βρετανικής ομοφυλόφιλης κοινότητας. Οσο για το σινεμά του, κατόρθωσε να γυρίσει τις έξι πρώτες ταινίες του για λιγότερο από ένα εκατομμύριο λίρες (συνολικά), όσο δηλαδή κόστισαν τα σκηνικά του «Τhe Devils», αποδεικνύοντας πως δεν είναι τα χρήματα που κάνουν την τέχνη σπουδαία αλλά η θέληση και οι ιδέες. Με τον ίδιο τρόπο που έφτιαχνε τις ταινίες του μοιάζει να έφτιαξε και τον κήπο του στο μικρό του εξοχικό στο Ντάντζενες: Τοποθέτησε μαζί μικρά ανθεκτικά φυτά, «σκουπίδια» ξεβρασμένα από τη θάλασσα, άχρηστα ξύλα, χώμα και πέτρες και δημιούργησε ένα ζωντανό ποίημα στη σκιά του πυρηνικού εργοστασίου που δεσπόζει στον ορίζοντα, πλάθοντας μια εικόνα πλήρη αντιθέσεων, γεμάτη ομορφιά και τρόμο. Σε αυτόν τον κήπο χρίσθηκε «άγιος» από τις Sisters of Perpetual Indulgence κι αυτός ο κήπος εξακολουθεί να ανθίζει χρόνια μετά με την ίδια σταθερότητα που οι εικόνες των ταινιών του, η κληρονομιά της τέχνης του εξακολουθούν να ανθίζουν και να γονιμοποιούν αισθήματα και σκέψεις σε όσους τον γνώρισαν στη ζωή ή την οθόνη. Ο τάφος του Ντέρεκ Τζάρμαν βρίσκεται στο Νιου Ρόμνι όχι πολύ μακριά από τον αγαπημένο του κήπο, φορώντας τη χρυσή κάπα του βασιλιά από τον «Εδουάρδο» κι ένα στέμμα με μια λέξη: «αμφισβητίας».

«Είμαι απόλυτα βέβαιη πως αν δεν είχα γνωρίσει τον Ντέρεκ δεν θα είχα δουλέψει ποτέ στο βρετανικό σινεμά. Ούτε ο Μάικ Λι ούτε ο Κεν Λόουτς έκαναν ταινίες τότε και το σινεμά που με ενδιέφερε έμοιαζε να βρίσκεται αλλού είτε γεωγραφικά είτε χρονικά. Οι δυο μας νιώσαμε να αποτελούμε οικογένεια σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Δεν χρειάστηκε ποτέ να του εξηγήσω γιατί μου φαινόταν αδιανόητο να ακολουθήσω την κλασική θεατρική καριέρα στην οποία όλοι με προέτρεπαν ή γιατί το να γυρίζω βουβές super 8 μαζί του ήταν τόσο σοβαρό για μένα. Σεβόταν την αυθόρμητη διάθεση σε όλους και νομίζω πως ήταν μάλλον έκθαμβος από το γεγονός πως είχε έναν «κατοικίδιο ηθοποιό», κάποιον που προτιμούσε να γυρίζει home movies και να ταξιδεύει στον κόσμο μαζί του αντί να προσπαθεί να βγάλει λεφτά ή να χτίσει μια καριέρα».

Τίλντα Σουίντον - Ηθοποιός, μούσα και πρωταγωνίστρια σε επτα από τις ταινίες του Τζαρμαν.