Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο γιος της Μπέτυς Βαλάση μιλώντας στην εκπομπή «Το Πρωινό» αποκάλυπτε αναλυτικά την περιπέτεια που περνάει με την υγεία της η μητέρα του και που βρίσκεται σήμερα.
«Από το 2009 ζούσα με την Μπέτυ στα Βριλήσσια. Σιγά-σιγά είχα αρχίσει να διαπιστώνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Ήρθαν κάποιοι άνθρωποι στο σπίτι, την είδαν, μας είπαν ότι είναι άνοια. Η Μπέτυ φυσικά και δεν καταλάβαινε το τι της είχε συμβεί και προσπαθούσε να συνεχίσει τη ροή της καθημερινότητάς της. Πότε φοβόμασταν μη μας κάψει το σπίτι, πότε φοβόμασταν μην πέσει από κανένα μπαλκόνι, μη βγει έξω από την πόρτα. Από εκεί και πέρα, άρχισε να ξεχνάει λειτουργίες. Σταμάτησε να τρώει, κατέβηκε στα 42 κιλά» δήλωσε ο γιος της Νικόλας Χάρι Μινίσαλι και συνέχισε:
«Κατάφερνα κάθε μέρα και έτρωγε αυτό που μπορούσε να την διατηρήσει για την ημέρα. Η Μπέτυ πέρασε πέντε – έξι εγκεφαλικά, όχι ένα. Όταν έγινε το πρώτο εγκεφαλικό εγώ τσακώθηκα με τη μάνα μου, διότι της είπα ότι πρέπει να πας να κάνεις αποκατάσταση και μου λέει, "όχι, δεν μπορώ" γιατί το όνειρό της ήταν σε αυτή την ηλικία να παίξει στην Επίδαυρο, τραγωδία.
Όλο της το άγχος και γι’ αυτό σταμάτησε να δουλεύει, ήταν μην τινάξει την παράσταση στον αέρα. Σε κάποια φάση παίρνω τον Μήτσο τηλέφωνο, τον Κουτσούμπα και του λέω, "Μητσάρα άμα θες να δεις την φιλενάδα σου πριν… Έλα να την δεις!. Έρχεται ο Κουτσούμπας, κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν. Έδειξαν ανθρωπιά. Εγώ όταν έφυγε ο Μήτσος συγκινήθηκα, με πήραν τα κλάματα. Πέρασε κάνα ενάμισης μηνάς, χτυπάει το τηλέφωνο, είναι ο Μήτσος, μου λέει το συζητήσαμε με την Κεντρική Επιτροπή θα σε βοηθήσουμε, υπάρχει το Σπίτι του Αγωνιστή, ένας χώρος που έχουμε τους ανθρώπους μας. Πήγε εκεί και από τότε ζει και είναι και κοινωνική. Περπατάει, κατεβαίνει να φάει στην τραπεζαρία.
Δεν είναι μια κατάσταση , είμαι στο κρεβάτι από το πρωί ως το βράδυ και περιμένω να πεθάνω. Έχει ένα δωμάτιο δικό της και το αποκαλεί "το σπίτι μου". Νιώθει ασφάλεια εκεί, την φροντίζουν διότι την βλέπω συχνά. Πηγαίνουμε κι εμείς και την βλέπουμε, το παιδί να πάει να δει τη γιαγιά».
Και μόλις χθες η Σεμίνα Διγενή δημοσίευσε στον Ριζοσπάστη ένα συγκινητικό άρθρο με φωτογραφίες από τη συνάντηση που είχε με την αγαπημένη ηθοποιό μέρα στον χώρο που εδώ και περίπου τρία χρόνια είναι το σπίτι της.
«Οι συναντήσεις μου με την Μπέτυ Βαλάση, σχεδόν 40 χρόνια τώρα, είχαν πάντα το στοιχείο της πολυλογίας. Ατέλειωτες συζητήσεις για τα πάντα, για το θέατρο, το σινεμά, τον Τίτο, το Κόμμα, την τηλεόραση, τον Νικόλα της, την Αμερική, την Μελίνα, τον Κουν, την Αλέκα, τον Χαρίλαο, τα γλυκά, τον Κούνδουρο, τον Μητροπάνο...
Από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε σ' ένα τηλεοπτικό στούντιο, ανακαλύψαμε κάποιο είδος «συγγένειας» που δεν σταμάτησε ποτέ να μας τροφοδοτεί με τρυφερότητα, νοιάξιμο, αλλά και έντονη ανάγκη επικοινωνίας. Ο σπουδαίος Τίτος Βανδής (που τον αγάπησα - και μάλιστα κεραυνοβόλα - πριν από εκείνη και μ' έναν... ύπουλο τρόπο, που μόνο εκείνη ξέρει, συνέβαλα στην πολύτιμη σχέση τους) μας έδεσε ακόμη περισσότερο. Τεράστιο κι ανεκτίμητο δώρο η φιλία μαζί τους. Με δυο εμβληματικούς ηθοποιούς, αλλά και δυο αγωνιστές που δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι.
Ιδιαίτερα ο διεθνής Τίτος, που έζησε μια γεμάτη και περήφανη ζωή, χωρίς πισωγυρίσματα και ουδετερότητες, γεμάτη αλήθεια κι αγώνες, με επιλογές που τίμησε και τον τίμησαν και κυρίως χωρίς να υποδυθεί ρόλους... εκτός δουλειάς.
Μας περιγελούσε, κάθε φορά που βρισκόμασταν και ξεχνούσαμε τις τελείες. «Γαλιάντρες» μας έλεγε και «γλωσσοκοπάνες».
Αν μας έβλεπε την περασμένη Τρίτη, που συναντηθήκαμε με την Μπέτυ, στο «Σπίτι του Αγωνιστή», θα έμενε να μας κοιτάζει απορημένος. Τα λόγια, αυτή τη φορά, ήταν λιγότερα από τις αγκαλιές, τα φιλιά, τα βλέμματα, το κράτημα των χεριών.
Εκείνη πιο όμορφη από ποτέ, με κατάλευκα τα ξανθά μαλλιά της, με μια μαύρη εσάρπα στους ώμους, ήταν πάλι σαν να είχε απέναντί της έναν προβολέα. Ήταν πάλι, όπως πάντα, ολόφωτη και τρυφερή, μέσα σ' ένα πολύχρωμο γιορταστικό πλάνο.
Η πρώτη της κουβέντα ήταν αν έφαγα βασιλόπιτα, αλλιώς να μου έδινε τη δική της. Και πριν προλάβω να απαντήσω, είχε ήδη τυλίξει σε χαρτοπετσέτα το κομμάτι της και μου το έδινε.
-- Πώς περνάς; με ρώτησε. Τι κάνεις;
-- Όλα καλά, της είπα, εσύ πώς είσαι εδώ; Κοντεύεις τρία χρόνια τώρα, σωστά;
-- Ναι, ναι. Καλά είμαι, πολύ καλά. Έχω φίλους εδώ, μ' αγαπάνε. Κι εγώ τους αγαπάω.
Ενα 88χρονο γελαστό κορίτσι
«Δεν γίνεται να μην αγαπάς την Μπέτυ», μου λέει ο νοσηλευτής της ο Γιάννης. «Είναι πάντα ένας γλυκός και χαμογελαστός άνθρωπος, φιλική κι ευγενική με όλους εμάς και με όλους τους φιλοξενούμενους εδώ».
-- Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ την Μπέτυ να μην κάνει κάποια αταξία... του λέω.
-- Η αλήθεια είναι πως κάτι κάνει κάποιες φορές. Επειδή αγαπάει πολύ τα λουλούδια, κατεβαίνει κάτω στον κήπο και παίρνει κρυφά κάποιες μικρές γλάστρες και τις στολίζει στο δωμάτιό της.
Στο δωμάτιό της στον 3ο όροφο του «Σπιτιού του Αγωνιστή», δεσπόζει - πάνω από το μαξιλάρι της - η φωτογραφία του Τίτου Βανδή και στη βιβλιοθήκη απέναντι, σε κάποιες μικρές κορνίζες, οι αγκαλιές της με τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Δημήτρη Κουτσούμπα.
Δίπλα στο κρεβάτι της και οι τρεις λούτρινοι «συγκάτοικοί» της, ένα σκυλάκι, ένα πάντα κι ένας λαγός. Ότι δηλαδή συναντάει κανείς στα κρεβάτια των μικρών κοριτσιών.
Παρασκευή 10 Γενάρη, η Μπέτυ είχε τα γενέθλιά της. Το κορίτσι που το φώναζαν Δέσπω, γεννήθηκε το 1937 στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Τέλειωσε το 5ο Γυμνάσιο Εξαρχείων. Δάσκαλοί της στο θέατρο ήταν ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, η Κατίνα Παξινού, ο Αγγελος Τερζάκης και ο Σωκράτης Καραντινός.
Το 1961 έπαιξε πρώτη φορά στο θέατρο Καλουτά, δίπλα στον Κάρολο Κουν και την Μαίρη Αρώνη. Ηταν η Παλλάδα Αθηνά στην τριλογία «Οδύσσεια» του Μανώλη Σκουλούδη.
Από το 1960 έως το 2004 έπαιξε σε τουλάχιστον 14 ελληνικές ταινίες σημαντικών σκηνοθετών.
Το κοινό τη λάτρεψε στην τηλεοπτική σειρά «Λωξάντρα», της ΕΡΤ, το 1980. Ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο και σύμφωνα με τους κριτικούς ήταν ο καλύτερος της καριέρας της.
Έπαιξε σε ταινίες των Θόδωρου Αγγελόπουλου, Νίκου Κούνδουρου, Γιάννη Δαλιανίδη, Ζυλ Ντασσέν, Γιώργου Σταμπουλόπουλου, Ντίνου Κατσουρίδη, Αλέκου Σακελλάριου, Σταύρου Τσιώλη, Μιχάλη Κακογιάννη κ.ά. Φίλοι της αγαπημένοι, ο Θανάσης Βέγγος, η Μελίνα Μερκούρη, ο Μάνος Κατράκης, η Ρένα Βλαχοπούλου και ο Κώστας Μουσούρης. Τον λάτρευε και τον σεβόταν. Ο μόνος που αποδιοργάνωνε την «εκκλησία» του θεάτρου Μουσούρη ήταν ο γιος της, που κυνηγιόταν κι έπαιζε με τον αυστηρό και απόμακρο - για τους άλλους - θεατράνθρωπο.
Από τις θεατρικές παραστάσεις που έπαιξε, ξέρω πως αγάπησε πιο πολύ το «Τάνγκο» του Μrozek στο «Αλάμπρα» με τον Κούρκουλο και το «Τζιν γκέιμ» του Κόμπερν, με τον Βανδή, στην οποία έπαιζαν δυο ηλικιωμένους, σε ένα άθλιο γηροκομείο, αποκομμένοι από όλους, απολαμβάνοντας τη συντροφιά ο ένας του άλλου.
Και, φυσικά, το κύκνειο άσμα της στο Βασιλάκου, το «Η θεία κι εγώ», του Πάνιτς. Έπαιξε σ' αυτό, μετά την περιπέτεια της υγείας της.
-- Είχα πολύ άγχος τότε, φοβόμουν μη χάσω τα λόγια. Έτρεμα μη γίνω ρεζίλι στον κόσμο, μου λέει.
Θυμάμαι, είχα δει αυτήν την παράσταση δύο φορές. Στην πρεμιέρα ήταν κι ο εγγονός της ο Τίτος, μαζί με την Τζέσυ Παπουτσή, που την παρακολουθούσαν συνεχώς δακρυσμένοι. Εγώ παρακολουθούσα και τον τρόπο που της φερόταν ο συμπρωταγωνιστής της ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης. Τη ρώτησα αν το θυμόταν αυτό.
-- Ο Χρήστος με πρόσεχε συνέχεια. Με φρόντιζε και με είχε όλο στο νου του. Και στα καμαρίνια και πάνω στη σκηνή. Σαν να ήμουν μάνα του.
Κάποια στιγμή, η Μπέτυ σκηνοθέτησε τον Τίτο στο «Κλάρενς Ντάροου» του Ιρβινγκ Στόουν, στο θέατρο «Βίλκα» της Θεσσαλονίκης.
Αν και αγωνιούσε τότε πολύ γι' αυτήν την παράσταση, μας έλεγε ότι ήταν τόσο σίγουρη πως «όταν σβήσουν τα φώτα της πλατείας και ανάψουν τα φώτα της σκηνής, και ο Βανδής βρεθεί στο δικό του χώρο και αρχίσει η παράσταση, κανένας δεν θα σκεφτεί τη σκηνοθετική παρέμβαση της Βαλάση. Η ικανότητα, η δεξιοτεχνία του Τίτου Βανδή είναι αυτό που θα κυριαρχήσει».
Οι φάρσες του Φλωράκη και το ύπουλο «προξενιό»
-- Μπέτυ, θυμάσαι την πλάκα που σου έκαναν ο Φλωράκης με τον Βανδή, μ' εκείνη την «Ελενίτσα»;
-- Αχ μη μου το θυμίζεις...
-- Μα είναι δυνατόν, τόσο έξυπνη γυναίκα να μην καταλαβαίνεις τη «σκευωρία» με τη φανταστική «Ελενίτσα», που ήθελε να σου κλέψει τον Τίτο;
-- Αφού έπαιζαν καλά τους ρόλους τους...
Όση ώρα μιλάμε κρατάει το χέρι μου και τα μεγάλα μάτια της ψάχνουν συνεχώς, μήπως τυχόν θέλω κάτι να πιω ή να φάω. Με ρωτάει για τα παιδιά μου, για τη Βουλή, αν πάω θέατρο, αν μου λείπει κάτι.
Προσπαθώ να της θυμίσω στιγμές από τις εκπομπές που κάναμε μαζί, με τον Τίτο, τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον Μητροπάνο, την Παπαρήγα, τα ξενύχτια στη «Στοά των Αθανάτων» και τα ζεϊμπέκικά της, τις βραδιές τυρόπιτας και κόκκινου κρασιού, στο σπίτι του Φλωράκη στο Χαλάνδρι.
Ενα βράδυ τον πιέζει πολύ, να την αφήσει επιτέλους να οδηγήσει τον «Κίτσο» (το Lada Niva που ήταν παρκαρισμένο έξω) κι εκείνος απηυδισμένος από το πρεσάρισμα, την αποπαίρνει καρδιτσιώτικα. Τότε εκείνη γυρίζει με ύφος και του λέει: «Μπα, τι έγινε σύντροφε; Μικροϊδιοκτησίες;». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, με τον Μητσιά να τραγουδάει κι εκείνη να τον σιγοντάρει αγκαλιά με τον Γραμματέα. Δεν τα θυμόταν όλα. Γελούσε, όμως, με το παρασκήνιο κάποιων συναντήσεων.
Θυμόταν ωστόσο μια χαρά το «προξενιό» που επιχείρησα το μοιραίο 1982, τότε που ο Βανδής μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την Αμερική. Τον είχα καλεσμένο σε εκπομπή μου στην ΕΡΤ κι από την πρώτη στιγμή, υπήρξε μια εντυπωσιακή οικειότητα και ζεστασιά, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Μου έλεγε «εμείς είμαστε συγγενείς και δεν το ξέρουμε». Λίγο καιρό μετά (και μετά από κάποιες παρασκηνιακές μου διαδικασίες) οι εφημερίδες αναφέρονται στον μεγάλο του έρωτα με την Μπέτυ Βαλάση. Του στέλνω συγχαρητήρια, λέγοντας πως η Μπέτυ είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στη ζωή του. Ύστερα με εκείνη αποφασίζουμε πως κάθε φορά που θα αναφερόμαστε σ' εκείνον, θα λέμε «ο άντρας μας».
Απέναντί μου σήμερα, αυτή η μαγική γυναίκα εκπέμπει την ίδια λάμψη όπως πάντα. Έχει ακριβώς το ίδιο χαμόγελο. Βλέποντας μάλιστα, πώς φέρεται στους άλλους φιλοξενούμενους, ένιωσα ότι χάριζε ακριβώς την ίδια αγάπη και το ίδιο ενδιαφέρον για τους γύρω της, την ίδια χαρά της ζωής, όπως παλιά. Ήρεμη, ήσυχη, γαλήνια, χωρίς άγχη, σαν να μη χρειάζεται τίποτα παραπάνω, με τόση αγάπη γύρω της.
Άλλωστε, διατηρεί το πολυτιμότερο περιουσιακό της στοιχείο, που είναι ο γιος της από τον πρώτο της γάμο, ο Νικόλας Χάρι Μινίσαλι, ο οποίος σπούδασε σκηνοθεσία στο εξωτερικό και σήμερα ζει σ' ένα χωριό της Φθιώτιδας. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τη φροντίσει στο ξεκίνημα των προβλημάτων της, όμως όταν άρχισε να επιδεινώνεται η κατάστασή της τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα έως αξεπέραστα.
-- Μίλησα το πρωί με τον γιο σου και μου είπε πως από τον καιρό που είχες την περιπέτεια με την υγεία σου, εξαφανίστηκαν όλοι οι «φίλοι» σου. Έτσι είναι;
-- Έτσι είναι, αφού το ξέρεις, αλλά δεν με νοιάζει.
-- Ο γιος σου μου ζήτησε ν' αναφέρω, σ' αυτό το κείμενο, πως ευχαριστεί πολύ τον Δημήτρη Κουτσούμπα που ήταν δική του ιδέα να σε φροντίσουν εδώ, που έχει και ιατρικό προσωπικό, αλλά και τους ανθρώπους του ΚΚΕ που ήταν οι μόνοι που σε ενδιαφέρθηκαν με πράξεις κι όχι με λόγια.
-- Καλά έκανε. Κι εγώ τους ευχαριστώ. Είναι οι μόνοι που νοιάστηκαν για μένα. Δεν ξέρω αν θα ζούσα χωρίς τη βοήθειά τους. Ευχαριστώ το Κόμμα μου.
Να ενισχυθεί το σπουδαίο έργο του «Σπιτιού»
Το Ιδρυμα Περίθαλψης Ηλικιωμένων Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης «Σπίτι του Αγωνιστή» δημιουργήθηκε πριν από 18 χρόνια με πρωτοβουλία και απόφαση του ΚΚΕ και αποτελεί κοινωφελές ίδρυμα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που λειτουργεί από το 2008 στις εγκαταστάσεις του στον Άγιο Δημήτριο.
Αποτελεί μια κατάκτηση, συνεχίζοντας σε πνεύμα υψηλής κοινωνικής προσφοράς να φιλοξενεί ανθρώπους που αποτελούν κομμάτι της ζωντανής Ιστορίας της Αντίστασης, ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο εργατικό - λαϊκό κίνημα, γι' αυτό και χρειάζεται να γίνει υπόθεση όλων μας όχι απλά η συνέχιση της λειτουργίας του αλλά και η αναβάθμισή του, επειδή τα εισοδήματα του Ιδρύματος, με τη συμβολική συμμετοχή των φιλοξενουμένων, σταθερά υπολείπονται των πάγιων εξόδων του, η κάλυψή τους είναι ένας διαρκής αγώνας..
Όπως έλεγε κι ο Βανδής σε κάποιο απ' τα τελευταία του κείμενα, «όλα τα κεκτημένα έχουν κερδηθεί με αίμα εργατών και είναι μια νίκη ιερή. Έτρεξε πολύ αίμα για το οκτάωρο, τη σύνταξη, το επίδομα ανεργίας, τα δώρα εορτών... Τίποτα δεν δώσανε κυβερνήσεις και εργοδότες από την καλή τους καρδιά. Και δεν υπήρξε στιγμή που να μην προσπάθησαν σε κάθε ευκαιρία που τους δόθηκε να καταστρατηγήσουν και να αρνηθούν την υπογραφή τους»...