«...Πάντως ο θάνατος του μπαμπά μου μού έδωσε τη γνώση ότι όλα μπορεί να πηγαίνουν πολύ καλά - διότι πήγαιναν καλά τότε τα πράγματα - και ένα ωραίο πρωί να καταστραφούν όλα! Αυτό σου δημιουργεί μία τρομερή ανασφάλεια - ότι το κακό μπορεί να συμβεί μέσα σε ένα δευτερόλεπτο! Για τον θάνατο του μπαμπά σου μπορεί να είσαι προετοιμασμένος, για τον θάνατο όμως του παιδιού σου δεν μπορεί ποτέ να είσαι προετοιμασμένος. Αυτό είχε γίνει τότε με μένα…» εξομολογείται αρχικά στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος.
Και συνεχίζει με το φρικτό θάνατο του γιου του: «Είχε γίνει ένα φρικτό ατύχημα στο μπάνιο. Λιποθύμησε η μαμά του και πνίγηκε. Σχεδόν αρχαιοελληνικό, δεν είναι; Κι αυτό έγινε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο… Και να σκεφτείτε ότι εγώ είμαι ένας άνθρωπος που νομίζει ότι μπορεί να ελέγχει τα πάντα! Μερικές φορές όμως μαθαίνεις, με τον πιο βίαιο τρόπο, ότι τα δεδομένα τελικά δεν είναι δεδομένα. Ότι οι κανονικότητες δεν είναι εγγυημένες από κανέναν. Προχωράς με αυτό. Είναι δύσκολο. Πάντως προσωπικά θα μου ήταν αφόρητο να συμβαίνουν πράγματα κι εγώ να μην είναι εκεί…».
Και προσθέτει: «Ο θάνατος ξέρετε τι είναι; Σα να σε παίρνουν από ένα σινεμά! Είσαι μέσα σε έναν κινηματογράφο, βλέπεις μια ταινία και κάποια στιγμή, ενώ θέλεις να δεις τη συνέχεια, μπαίνουν μέσα δύο τύποι και σε πετάνε έξω. Δεν είναι τρομερό; Και δεν μαθαίνεις ποτέ τη συνέχεια της ταινίας! Είχα διαβάσει ένα πολύ ωραίο κείμενο -που μου θύμισε πολύ την περίπτωση της μαμάς μου - για τη μητέρα κάποιου που δεν είδε ποτέ το τέλος του σήριαλ που παρακολουθούσε, επειδή πέθανε. Κι αυτός είχε πάει στον τάφο της και της είπε ότι τελικά ο δολοφόνος ήταν ο τάδε».
Όσο για την κόρη του Νίκη, την αδυναμία που της έχει και αν σε αυτό έπαιξε ρόλο ο θάνατος του πρώτου παιδιού του, ο Χωμενίδης λέει: «Προσπαθώ να μη συσχετίζω τα πρόσωπα. Και υπήρξα τυχερός στο γεγονός ότι το δεύτερο παιδί είναι κορίτσι, ενώ το πρώτο ήταν αγόρι. Η Νίκη γεννήθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πρώτου μου παιδιού. Και ήταν η μόνη πιθανότητα σωτηρίας. Αλλά αυτό ήταν μόνο το κίνητρο. Και ανήκει σε εκείνη τη χρονική περίοδο. Τώρα το κίνητρο είναι η Νίκη - η συγκεκριμένη παρουσία, προσωπικότητα και όψη. Κι είμαι τυχερός που, λόγω των ωραρίων μου, είμαι συνεχώς μαζί της: πηγαίνουμε σε μουσεία, σε εστιατόρια, παίζουμε, ακούμε μουσική, βλέπουμε ταινίες. Ο μέσος μπαμπάς δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Για παράδειγμα, ο δικός μου μπαμπάς δεν έπαιζε τόσο πολύ μαζί μου - ούτε κατά διάνοια. Κι είναι ωραίο αυτό».