Μετά τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Ιγκμαρ Μπέργκμαν, στη λίστα με τις σημαντικές απώλειες για την κινηματογραφική τέχνη προστίθεται πλέον και ο Ερίκ Ρομέρ. Αν και δε ευτύχησε να απολαύσει την καθολική αναγνώριση των δύο παραπάνω σκηνοθετών, ο Ρομέρ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διανοητές και καλλιτέχνες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα -και παρέμεινε τέτοιος μέχρι το τέλος της ζωής του. Φανατικός σινεφίλ και λάτρης της λογοτεχνίας, κατασκεύασε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο συνδυάζοντας τα ονόματα του σκηνοθέτη Ερικ φον Στρόχαϊμ και του συγγραφέα Σαξ Ρομέρ, φανερώνοντας τις εκλεκτές του συγγένειες.
Ο περισσότερος κόσμος τον γνωρίζει ως μέλος της παρέας των Cahiers du Cinema και πρωτεργάτη της Νουβέλ Βαγκ, ουσιαστικά όμως η σπουδαιότερη δουλειά του έγινε έξω από την ομπρέλα του επαναστατικού κινήματος, ακολουθώντας εντελώς διαφορετικές διαδρομές από τους ομοϊδεάτες και συναδέλφους του. Εξάλλου, ήταν ήδη 40 χρονών και δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ και τον Φρανσουά Τρυφό όταν σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία "Στο Ζώδιο του Λέοντα". Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, που πάτωσε στα ταμεία της εποχής, είναι μια τρυφερή ιστορία για την άνοδο και την πτώση ενός μουσικού, εν αναμονή μιας κληρονομιάς, και ταυτόχρονα μια χαλαρή σπουδή για την παριζιάνικη ζωή στα τέλη της δεκαετίας του '50.
Κι αν με τον "Λέοντα" ο Ρομέρ ταυτίστηκε με το Νέο Κύμα, φρόντισε να αποσπάσει εαυτόν από το διάσημο γκρουπ άμεσα, γυρίζοντας τους διάσημους "Εξι Μύθους Περί Ηθικής". Εκεί, εμπνευσμένος από το "Sunrise" του Μουρνάου, θέλησε να εξερευνήσει έξι παραλλαγές του ίδιου θέματος: ένας άνδρας γνωρίζει μια γυναίκα ενώ είναι ήδη δεσμευμένος. Ενώ οι δύο πρώτες ταινίες γυρίστηκαν για την τηλεόραση, με το "Μια Νύχτα με τη Μοντ" (1969), το "Γόνατο της Κλαίρης" (1970) και τον "Ερωτα το Απόγευμα" (1972), ο Ρομέρ κέρδισε την αποδοχή κοινού και κριτικής. Οι Μύθοι, όπως και το μετέπειτα έργο του, αφήνουν κατά μέρος την πλοκή και τη δράση για χάρη μιας διανοητικής εξερεύνησης, μεταφυσικής εκζήτησης και ηθικής διαλεκτικής. Οπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, "οι ταινίες μου δεν ασχολούνται τόσο με το τι κάνουν οι άνθρωποι αλλά με το τι περνάει από το μυαλό τους ενώ το κάνουν".
Τους Μύθους ακολούθησαν δύο ακόμη κύκλοι παρόμοιας προβληματικής, μεθόδου και εκτέλεσης. Οι "Κωμωδίες και Παροιμίες" και οι "Ιστορίες των Τεσσάρων Εποχών" προσπαθούν να εξωτερικεύσουν τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων τους καθώς αυτοί μιλάνε για προβλήματα της καρδιάς, θέλοντας να τα εκλογικεύσουν. Πιστός στις λογοτεχνικές καταβολές του και επίμονος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχολογίας, ο Ρομέρ κατηγορήθηκε από την κριτική, ιδιαίτερα τη δεκαετία του '80, για επιφανειακότητα. Και το Χόλιγουντ, που δε χάνει ευκαιρία να ειρωνευτεί το αντι-mainstream, είχε κάνει γνωστή τη γνώμη του για τον Ρομέρ. Στην ταινία του Αρθουρ Πενν "Νight Moves", ο Τζιν Χάκμαν, που πρωταγωνιστεί, προσκαλείται στο σινεμά από τη γυναίκα του για να δουν το "Μια Νύχτα με τη Μοντ". "Δε νομίζω", απαντά ο Χάκμαν, "είδα κάποτε μια ταινία του Ρομέρ. Ηταν κάπως σα να βλέπω μπογιά να στεγνώνει".
Στην πραγματικότητα, η εμμονή του για λεπτομέρεια και η διακριτική του διορατικότητα ήταν ακριβώς οι αρετές για τις οποίες τον έψεγαν. Μέχρι και την τελευταία του ταινία, το 2007 "Οι έρωτες της Αστρέ και του Σελαντόν" ο Ρομέρ, στην ηλικία των 87 ετών, παρέμενε ένας ανήσυχος διανοούμενος. Ο θάνατός του δε μας λυπεί μόνο γιατί χάνεται ένα αναντικατάστατο βλέμμα στο Σινεμά αλλά γιατί μας υπενθυμίζει ταυτόχρονα και τη θνητότητα μιας μυθικής γενιάς σκηνοθετών που υπηρέτησαν τη μεγάλη Τέχνη με όπλα την παιδεία και τη νόηση. Η ταινία του Αλέν Ρενέ "Τα Αγριόχορτα" παίζεται ήδη στις αίθουσες ενώ ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ θα παρουσιάσει φέτος τον "Σοσιαλισμό" - κι όμως, έχουμε ακόμη να μάθουμε πολλά από αυτούς.
Φαίδρα Βόκαλη
Μετά τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και τον Ιγκμαρ Μπέργκμαν, στη λίστα με τις σημαντικές απώλειες για την κινηματογραφική τέχνη προστίθεται πλέον και ο Ερίκ Ρομέρ.