Βρετανός διπλωμάτης αναζητά τους υπαίτιους πίσω από τη δολοφονία της γυναίκας του, μιας πολιτικής ακτιβίστριας, στην Κένυα.
Σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του φιλμ, ο ήρωας μαθαίνει ότι η σύζυγός του έχει πιθανότατα βρεθεί νεκρή. Προετοιμάζοντάς σε για ένα σφοδρό και δακρυγόνο ξέσπασμα που δεν θα έρθει ποτέ, ο ηθοποιός απαντά με μια αδιόρατη και σιωπηλή, εσωτερική αποσύνθεση. Παραμένοντας ακίνητος, κρατά αξιοθαύμαστα τον έλεγχο των κινήσεών του, μια ξαφνική σκιά στο βλέμμα και τις εκφράσεις του προσώπου προδίδουν, εντούτοις, τη βουβή οδύνη πίσω από την ήσυχη επιφάνεια.
Σε αυτό ακριβώς το μικρό ρεσιτάλ εγκρατούς υποκριτικής κρύβεται και η καρδιά ολόκληρου του φιλμ. Λιγότερο μια κριτική της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ή μια πολεμική ενάντια στα βρώμικα παιχνίδια των φαρμακοβιομηχανιών, ο Κηπουρός είναι η ιστορία της βίαιης επιφοίτησης που συναντά ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Ο Τζάστιν συνειδητοποιεί την ηθική βρωμιά που έχει συσσωρευτεί γύρω του, τη μοναξιά του να μην εμπιστεύεσαι κανέναν, την προδοσία των ιδανικών στα οποία πίστευε και την απόγνωση του να ξέρει ότι η αγαπημένη του έχει πέσει νεκρή από ύπουλες σφαίρες ως μια μέγιστη υπαρξιακή έγερση. Υπό τη σκιά ενός ολόκληρου δικού του κόσμου που γκρεμίζεται τώρα ιλιγγιωδώς, εκείνος αποποιείται το συμβιβασμό και την εθελοτυφλία, υπογράφοντας έτσι μια αργή, συνειδητή πορεία προς τον χαμό του.
Ο Μεϊρέλες αντιλαμβάνεται αυτή τη μεταστροφή κινησιολογικά, ανεβάζοντας τους ρυθμούς και σφίγγοντας τον κλοιό της ίντριγκας γύρω από τον πρωταγωνιστή του. Χωρίς να αποφεύγει κάποιους σεναριακούς διδακτισμούς, σεβόμενος όμως τη μεθοδική πένα του Τζον Λε Καρέ στο βιβλίο του οποίου βασίζεται το φιλμ, σφραγίζει στις λαχανιαστές σκηνοθετικές του ανάσες κάτι από την ήσυχη απελπισία ενός ήρωα που καλείται να αποχαιρετήσει οριστικά την καλά διαφυλαγμένη αθωότητά του. Μαζί ενδεχομένως με τη ζωή του...
Λουκάς Κατσίκας