«Μια οσμή δεν περιγράφεται με λέξεις» ομολογεί ο αφηγητής στην αρχή της ταινίας.
Ούτε με εικόνες, θα συμπληρώναμε. Ο Τίκβερ κάνει ό,τι μπορεί για να αποδώσει το best seller του Πάτρικ Ζίσκιντ, όπου κυριαρχεί η αίσθηση της όσφρησης. Και ως ένα βαθμό τα καταφέρνει. Από τις δυσώδεις ψαραγορές μέχρι τα ανθισμένα λιβάδια, η κάμερα καταδύεται επιθετικά σε κάθε πηγή που μπορεί να ξυπνήσει συνειρμικές αναφορές στην πιο πρωτόγονη από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Απροσδόκητα πιστός στο λογοτεχνικό πρωτότυπο, ο Τίκβερ χάνει ωστόσο την ευκαιρία να αναδείξει τη βασική νότα του δικού του αρώματος.
Ο πρωταγωνιστής δεν είναι ένας απλός δολοφόνος. Το σπάνιο ταλέντο με το οποίο είναι προικισμένος μοιάζει να αναπτύχθηκε εις βάρος κάθε άλλης ανθρώπινης ευαισθησίας. Η χιμαιρική προσπάθεια αιχμαλωσίας της ανθρώπινης οσμής είναι ουσιαστικά υποκατάστατο της ουσίας της ίδιας της ύπαρξής του, ένας βαμπιρικός μηχανισμός που τον εξυψώνει πέρα από κάθε ηθική. Κάποιες γκροτέσκ πινελιές που φαντάζουν εμπρηστικές για μια mainstream παραγωγή υποστηρίζουν την πειστική αγγελική / δαιμονική προσέγγιση του νεοφερμένου Μπεν Γουίσοου σε επίπεδο παρουσιαστικού αλλά και ουσιαστικής υποκριτικής. Το απόσταγμα όμως του έργου του Ζίσκιντ απογειώνεται στις πραγματικές του διαστάσεις μονάχα στο υπερβατικό φινάλε. Στο ενδιάμεσο, παρά τη γλαφυρή ανασύσταση της εποχής, οι υπερβολικές επεξηγήσεις, η περιττή αφήγηση και το άστοχο comic relief του Χόφμαν τραυματίζουν την ντελικάτη ισορροπία. Ακόμη κι έτσι, το Αρωμα, παραμένει ένα άνισο αλλά γοητευτικό υβρίδιο υπερθεάματος και νοσηρής φαντασίας που δεν περνά απαρατήρητο: όπως ακριβώς ένα βαρύ, αλλά εντυπωσιακό άρωμα με λανθασμένες αναλογίες.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ