Από τα απύθμενα βάθη της μοντέρνας Τέχνης μέχρι τα ρινγκ του Μεξικού, οι νέες κυκλοφορίες αυτού του μήνα επιβάλλουν επιτακτική αναθεώρηση αξιών και ενδεχομένως επανεξέταση προτεραιοτήτων...
από τον Μανώλη Κρανάκη
Το όνειρο του Τζερόμ είναι να γίνει «ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης του 21ου αιώνα». Ταξιδεύοντας από τα προάστια στο Μανχάταν με μοναδική αποσκευή το μπλοκ της ζωγραφικής του, θα γίνει δεκτός σε μία σχολή καλών τεχνών που μοιάζει να είναι το φυτώριο ολόκληρου του καλλιτεχνικού κόσμου της Νέας Υόρκης. Εκεί, θα έρθει αντιμέτωπος με όσα θα πρέπει να θυσιάσει προκειμένου να κερδίσει τα 15 λεπτά της διασημότητας που του αναλογούν. Και λίγο πριν το (ευρηματικό) τέλος θα έχει κατανοήσει πλήρως αυτό που μοιάζει να είναι και η κεντρική ιδέα ολόκληρης της κινηματογραφικής διαδρομής του: «Για να γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης, πρέπει απλά να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης».
Πακεταρισμένο ως ακόμη μία ταινία κολεγίου με όλα τα κλισέ που το «είδος» επιβάλλει (συν ένας στραγγαλιστής που έχει σπείρει τον πανικό στην μικρή κοινότητα της σχολής - εξ ου και η αναφορά του τίτλου στο L.A. Confidential), το βασικό πρόβλημα του Art School Confidential είναι ότι αργεί πολύ να αποκαλύψει τι κρύβει πίσω από την mainstream στολή του.
Αναποφάσιστο για πολλή ώρα ανάμεσα σε μία καυστική σάτιρα του κόσμου της Τέχνης και σε μία ακόμη σκιαγράφηση του πολυπαθούς αμερικανικού ονείρου, αναλώνει το μεγαλύτερο μέρος του στη γνωριμία του θεατή με τους διαφορετικούς χαρακτήρες που ορίζουν το σύμπαν του Τζερόμ. Ενας αποτυχημένος καθηγητής ζωγραφικής (o απολαυστικός Τζον Μάλκοβιτς εκτελεί και χρέη παραγωγού), μία κοπέλα η οποία ποζάρει γυμνή για τους πρωτοετείς, ένας σκηνοθέτης που δεν έχει αποφασίσει αν η ταινία του θα είναι «χολιγουντιανή» ή όχι, ένας αλκοολικός παλιός απόφοιτος της σχολής που μοιάζει να ξέρει ακριβώς το μυστικό της αποτυχίας (ο Τζιμ Μπρόουντμπεντ στην πιο «αληθινή» ερμηνεία της ταινίας)... Ολοι ήρωες ενός παραλογισμού, σε μία ιδανική καταγραφή της διαφοράς ανάμεσα σε όσα πιστεύει κάθε νέος καλλιτέχνης και όσα τελικά είναι o κόσμος που διακαώς θέλει να γίνει μέρος του.
Και είναι μόλις στο τελευταίο ημίωρο που επιτέλους ο ήρωάς του (ο γιος του σκηνοθέτη Αντονι Μινγκέλα Μαξ, σε μία διφορούμενη ερμηνεία) αναλαμβάνει δράση και μεταμορφώνεται σε έναν κλασικό πια ζουιγκοφικό ήρωα. Εναν ήρωα που κόντρα σε όλες τις προβλέψεις παραμένει outsider και -ευτυχώς για τον ίδιο, δυστυχώς για τους άλλους- κύριος μίας δικής του ηθικής.
Με κάτι παραπάνω από σαφή σκηνοθετικά προβλήματα, το Art School Confidential παραμένει μάλλον η πιο αδύναμη στιγμή του Τέρι Ζούιγκοφ (στο σενάριο, βασισμένο σε ένα κόμικ του Ντάνιελ Κλόους, συνεργάζεται ξανά με τον ίδιο τον Κλόους, όπως και στα Φαντάσματα Εφηβείας). Στην προσπάθειά του να βγάλει όλα τα απωθημένα του για έναν κόσμο που ξέρει καλά, αγνόησε βασικούς δραματουργικούς κανόνες. Θύμα μάλλον της αφαιρετικής σχολής της μοντέρνας Τέχνης που καμία φορά πιστεύει υπερβολικά στο ταλέντο της, αγνοώντας πως ακόμα και μία τεθλασμένη γραμμή οφείλει να διαθέτει αριστοτεχνική τεχνική.
if you like this...
...αναζήτησε το CRUMB (1994, περιοχής 1, Sony Pictures Home Entertainment), την ταινία με την οποία ο Τέρι Ζούιγκοφ κέρδισε την προσοχή των σινεφίλ, για τη σημασία του να είσαι καλλιτέχνης.
...δες ξανά τα ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΕΦΗΒΕΙΑΣ (GHOST WORLD, περιοχής 2, Audiovisual) για την καλύτερη στιγμή της σκηνοθετικής του καριέρας.
...μιμήσου επιτακτικά τον Μπίλι Μπομπ Θόρντον στο Ο ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΡΑ (BAD SANTA, περιοχής 2, Audiovisual) για την πιο πικρή αλλά ταυτόχρονα και αστεία στιγμή του Ζούιγκοφ.
...άντεξε το ΣΥΛΛΑΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ (ΒΕΕ SEASON, περιοχής 2, Odeon) για την πρώτη εμφάνιση του Μαξ Μινγκέλα στη μεγάλη οθόνη.
extras
Ενα κατατοπιστικό making of, κομμένες σκηνές και σκηνές από τα γυρίσματα σε μία έκδοση που αναπληρώνει την μη έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες. Με κάποιον τρόπο, θα έπρεπε να την αποκτήσουν όλοι οι πρωτοετείς της Σχολής Καλών Τεχνών.
Ο ΤΕΡΙ ΖΟΥΙΓΚΟΦ ΜΙΛΑΕΙ...
ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΣΤΙΝΓΚ: Από τη στιγμή που ο Τζον Μάλκοβιτς ήταν ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, θέλαμε έναν ρόλο για αυτόν στην ταινία. Θέλαμε να έχουμε τον Στιβ Μπουσέμι, αλλά δεν βρίσκαμε κάποιον μεγάλο ρόλο. Για το ρόλο του Τζίμι, που τον υποδύεται ο Τζιμ Μπρόουντμπεντ, όλοι είχαν διαφορετική άποψη από μένα. Αλλά για κάποιο λόγο πάντοτε ήθελα τον Τζιμ, γιατί, στις περισσότερες ταινίες που τον έχω δει, παίζει με αυτό τον ήρεμο τρόπο... Ηθελα να δω τι θα μπορούσε να κάνει με κάτι τόσο διαφορετικό.
Η Αντζέλικα Χιούστον μού ήρθε στο μυαλό επειδή είναι από τους λίγους χαρακτήρες στην ταινία που διαθέτουν τη φωνή της λογικής και της αλήθειας. Οταν τη βλέπω, στις ταινίες της, έχει πάντοτε αυτή τη «λογική», η οποία έχει ουσία και μπορείς να εμπιστευτείς αυτά που λέει.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ στο σενάριο του Ντάνιελ Κλόους ήταν η αρχή και το τέλος. Μου άρεσε πολύ η αρχική σκηνή, όπου είναι σαν να χτυπάς το κοινό στο πρόσωπο. Μου άρεσε και το τέλος. Νομίζω ότι είναι πολύ δυνατό. Εχει να κάνει με το πώς επιθυμείς πάρα πολύ ένα έργο τέχνης και πώς δεν μπορείς ποτέ να έρθεις κοντά του.
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΣΤΟ FICTION: Δεν ήταν εύκολη. Είχα προσπαθήσει να επικοινωνήσω με διάφορους σκηνοθέτες που θαύμαζα. Από τον Ντέιβιντ Λιντς μέχρι τον Γούντι Αλεν και τους αδελφούς Κοέν. Τους ρώτησα: «Κοιτάξτε, έχω μία ευκαιρία να σκηνοθετήσω μία ταινία με υπόθεση γιατί το ντοκιμαντέρ μου (CRUMB) έβγαλε μερικά λεφτά. Αλλά δεν έχω ιδέα πώς μπορείς να σκηνοθετήσεις μία ταινία. Δεν πήγα ποτέ σε σχολή κινηματογράφου. Μπορώ να έρθω να παρακολουθώ για μία βδομάδα; Δεν θα ενοχλώ. Δεν θα μιλάω». Κανείς δεν δέχτηκε. Τελικά ήξερα κάποιον που γνώριζε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα και πήγα σε ένα γύρισμα του ΒΡΟΧΟΠΟΙΟΥ. Κάποια στοιχεία του ντοκιμαντέρ μοιάζουν με αυτά του fiction, αλλά το να δουλεύεις με τους ηθοποιούς είναι κάτι τελείως διαφορετικό.