Εντουαρντ Νόρτον για πρόεδρος

04.11.2008
Μετά την πρόσφατη περιπέτειά του στον ποικιλοτρόπως απογοητευτικό «Απίθανο Ηulk» και την προσωπική του εκστρατεία υποστήριξης του Μπάρακ Ομπάμα για το προεδρικό χρίσμα των ΗΠΑ, ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του πλανήτη επιστρέφει επιτέλους σε ένα ρόλο αντάξιο του ταλέντου του.

Κείμενο - Συνέντευξη: Ιωάννα Παπαγεωργίου

Μετά την πρόσφατη περιπέτειά του στον ποικιλοτρόπως απογοητευτικό «Απίθανο Ηulk» και την προσωπική του εκστρατεία υποστήριξης του Μπάρακ Ομπάμα για το προεδρικό χρίσμα των ΗΠΑ, ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του πλανήτη επιστρέφει επιτέλους σε ένα ρόλο αντάξιο του ταλέντου του. Του τον προσφέρει το αστυνομικό δράμα «Ζήτημα Τιμής».

Η καριέρα του ξεκίνησε με συγκλονιστικό πάταγο. Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της (1996 1998), πριν καν ο Νόρτον κλείσει 30 χρόνια ζωής, όχι μόνο συνεργάστηκε με σκηνοθέτες στυλοβάτες του αμερικανικού σινεμά σαν τον Μίλος Φόρμαν («Υπόθεση Λάρι Φλιντ») και τον Γούντι Αλεν («Ολοι Λένε Σ Αγαπώ»), αλλά και απέσπασε δύο πανάξιες υποψηφιότητες για Οσκαρ: Β ρόλου για το ντεμπούτο του, «Φόβος Ενστίκτου», και Α ρόλου για το αμφιλεγόμενο «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας».

Οι κριτικοί παραληρούσαν, ενώ το πιο απαιτητικό κοινό τον υποδέχθηκε σαν τον καινούργιο του ήρωα. Που στεκόταν αντάξιος των προσδοκιών τους, αφού συμπλήρωσε μια πενταετία επί της μεγάλης οθόνης, συμβάλλοντας καταλυτικά στην πραγματοποίηση του αναρχικού μανιφέστου που χώρεσε ο Ντέιβιντ Φίντσερ στο «Fight Club», σκηνοθετώντας τη παρεξηγημένη αλλά ανοιχτόμυαλη και ακομπλεξάριστη ρομαντική κομεντί «Πιστά Ερωτευμένοι» και κλέβοντας την παράσταση από τους Μάρλον Μπράντο και Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στο αξιοπρεπέστατα διασκεδαστικό «Τhe Score». Και μετά;

Ησυχία. Ο θόρυβος γύρω από το όνομά του κόπασε. Γιατί παρά το περιστασιακό φλερτ του με το -ποιοτικό- εμπορικό σινεμά και την κορυφή του box-office («Κόκκινος Δράκος», «Ληστεία Α λά Ιταλικά», «Ο Μάγος Αζενχάιμ»), δεν έπαψε ποτέ να προτιμά το δύσκολο δρόμο και τα μεγάλα ρίσκα. Τα οποία είτε τον δικαίωναν (η εγκληματικά παραγνωρισμένο στις ΗΠΑ «25η Ωρα» του Σπάικ Λι, το άνισο μετά-γουέστερν, «Down In The Valley», ή το ρομαντικό δράμα «Βαμμένο Πέπλο»), είτε όχι (η παταγωδώς αποτυχημένη μαύρη κωμωδία του Ντάνι ΝτεΒίτο «Death To Smoochy») δεν του εξασφάλισαν μια μόνιμη, ακλόνητη θέση στη συνείδηση του μαζικού κοινού. Γεγονός που σε συνδυασμό αφενός με την απόφασή του να ζει τη ζωή του (συμπεριλαμβανομένων των οικολογικών, κοινωνικών και φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων του) μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και αφετέρου με την προφανή, συχνά εξομολογημένη δυσφορία του απέναντι στη νέο-συντηρητική διακυβέρνηση Μπους, έκανε την ανέλιξή του σε πανίσχυρο (βλέπε Μπραντ Πιτ) «παίχτη» στο «χρηματιστήριο» του Χόλιγουντ, αδύνατη.

Ετσι, ουδείς κατάλαβε τι ακριβώς κρυβόταν πίσω από τη ξαφνική, φαινομενική επιθυμία του να γίνει σούπερ-σταρ, πρωταγωνιστώντας στη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά των περιπετειών του κόμικ γίγαντα Hulk, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του άγουρου Λουί Λετεριέ. Ιδιαίτερα αφού είχε απορρίψει τον ομότιτλο ρόλο (και αντικατασταθεί από τον Ερικ Μπάνα) στο προ πενταετίας, πιο ουσιώδες εγχείρημα του Ανγκ Λι. Τα κίνητρά του δεν αποσαφηνίστηκαν. Ούτε από τις φήμες περί έντονης διαμάχης του με τους παραγωγούς για το τελικό μοντάζ του φιλμ και την κατά συνέπεια άρνηση του να το προωθήσει παραχωρώντας συνεντεύξεις ούτε από την εμπορική αποτυχία του.

Ουδείς κατάλαβε. Εκτός από τον ίδιο. Που για αδιευκρίνιστα μεγάλο χρονικό διάστημα πάλευε να κάνει το -δια χειρός του πολλά υποσχόμενου Γκάβιν Ο Κόνορ- «Ζήτημα Τιμής» πραγματικότητα, ενώ ταυτόχρονα διαπραγματευόταν με τον Μπάρακ Ομπάμα την πιθανότητα να καταγράψει την προεκλογική του εκστρατεία σε ένα αμερόληπτο, ανεξαρτήτου αποτελέσματος ντοκιμαντέρ. Ανίκανος να αντισταθεί σε μια ακόμα αντιηρωική, νεοϋρκέζικη ιστορία. Γιατί όπως λέει «μερικές φορές είναι απλά διασκεδαστικό να συμμετέχεις σε μια ταινία είδους, παίζοντας κλέφτες και αστυνόμους, ιδιαίτερα αν αυτή αποκτά ξαφνικά άλλες διαστάσεις. Και το φιλμ άρχισε να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα όταν συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσε να αντανακλά ουσιαστικά ό,τι βιώνουμε αυτή τη στιγμή μέσα στα πλαίσια της κουλτούρας των ΗΠΑ που δοκιμάζει να επαναπροσδιορίσει τα ήθη και τις αξίες της».

Αντάξιος της ευκαιρίας να δώσει υπόσταση σε έναν ακόμη πολύπλοκο, φορτωμένο ψεγάδια «οικείο άνθρωπο, ο οποίος προβάλλει σαν αίνιγμα: δεν λέει πολλά. Μόνο οι άλλοι μιλούν γιαυτόν. Ο ίδιος αργεί να αποκαλύψει την ποιότητα του». Και ακλόνητος ως αθόρυβη και διακριτική σκιά του Ομπάμα, με την ελπίδα να γίνει μάρτυρας της ιστορικής νίκης του, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει τα θεμέλια του επόμενου - βασισμένου στο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ- εκκεντρικού σκηνοθετικού πονήματος του με τίτλο «Μotherless Βrooklyn» και ήρωα έναν αστυνομικό που, επειδή πάσχει από Σύνδρομο Τουρέτ, βρίζει ανεξέλεγκτα.

Τελικά, οφείλαμε να είχαμε καταλάβει. Οπως λέει ο σκηνοθέτης του «Ζήτημα Τιμής», Γκάβιν Ο Κόνορ, «ο Εντουαρντ ήταν ο πρώτος που δεσμεύτηκε με την ταινία και ήμουν πολύ ευτυχής για αυτό. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και συζητούσαμε για το σινεμά γενικότερα, πολύ καιρό πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Για μένα ο Εντ είναι ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς παγκοσμίως. Υπάρχει πάντα μια εντιμότητα σε ότι κάνει».