Η ζωή του Τζον ΜακΛέιν, του υπεράνθρωπα ανθεκτικού και γκαντέμη αστυνομικού από τη Νέα Υόρκη, δεν είναι τίποτα άλλο από παρατεταμένες περιόδους ανάρρωσης ανάμεσα στις τέσσερις «πολύ κακές μέρες» που μέχρι στιγμής μάς έχουν δώσει ισάριθμες κινηματογραφικές περιπέτειες φθίνουσας ποιότητας. Οι συνέχειές της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να επαναλάβουν την ευτυχή σύμπτωση της ξεκάθαρα ανώτερης πρώτης ταινίας, έχουν απλώς κοπιάρει τα χαρακτηριστικά της στοιχεία και τα πετάνε άτσαλα στην οθόνη μαζί με ολοένα και πιο ακραία και μη ρεαλιστική δράση, ελπίζοντας να σκοντάψουν, έστω κατά λάθος, σε κάτι πετυχημένο.
Έτσι, πριν ξεκινήσεις να δεις όποια από τις πέντε πλέον ταινίες «Die Hard», ξέρεις ότι ο ΜακΛέιν θα είναι με κάποιο τρόπο ο αουτσάιντερ σε μια πόλη, ότι θα είναι ο μόνος που θα μπορέσει να σταματήσει πολυάριθμη και φοβερά οργανωμένη/εξοπλισμένη ομάδα διεθνών τρομοκρατών, ότι, αν και «ένας μέσος αστυνομικός», θα επιδείξει ικανότητες παγκόσμιας κλάσης αθλητή, ότι θα αντιμετωπίσει την αντίσταση ηλίθιων αξιωματούχων και επίσημων εκπροσώπων των αρχών, ότι τουλάχιστον ένα ελικόπτερο θα κάνει την εμφάνισή του και μετά θα καταστραφεί σε εντυπωσιακή έκρηξη, και ότι τουλάχιστον μια φορά θα ακουστεί το αθάνατο «Yippee-ki-yay, motherfucker».
Η επανάληψη αυτή υπολογίζει στην αναμενόμενη νοσταλγία των φαν, αλλά έχει μετατρέψει τις τελευταίες δύο ταινίες σε ένα απλό τεμπέλικο αναμάσημά τους και τίποτα περισσότερο. Όπως και στην τέταρτη ταινία, το «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει Σήμερα» συνεχίζει το τεράστιο λάθος να αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό την ένταση της δράσης και των διαλόγων του, διασφαλίζοντας έτσι ότι η ταινία είναι κατάλληλη για ανηλίκους αλλά ταυτόχρονα νερώνοντας επικίνδυνα ένα φραντσάιζ που ήταν πάντα περήφανα και χαβαλεδιάρικα ενήλικο.
Στην πέμπτη και πιο αδύναμη ταινία της σειράς, ο Τζον ΜακΛέιν ταξιδεύει στη Μόσχα για να βγάλει από τη φυλακή τον γιο του, με τον οποίο έχει να μιλήσει «κάποια χρόνια». Φτάνοντας εκεί διαπιστώνει ότι ο γιος είναι πράκτορας της CIA και ο ΜακΛέιν - φυσικά - βρίσκεται μπλεγμένος στην αποστολή του και αναγκάζεται «να σκοτώσει μερικά καθάρματα».
Όλα είναι αναγνωρίσιμα αλλά τόσο μα τόσο αδιάφορα, λερωμένα από την εξοργιστική μιλιταριστική και ξενοφοβική αμερικανίλα, και την κουρασμένη πια σαπουνόπερα της προσωπικής ζωής του ΜακΛέιν, που μονίμως απογοητεύει τα αποξενωμένα μέλη της οικογένειάς του μέχρι (αυτή δεν ήταν ακριβώς η ιστορία της τέταρτης ταινίας;) να περάσουν μια θανάσιμη απειλή στο πλάι του και να μάθουν πάλι να τον αγαπούν.
Η δράση είναι αναμενόμενα εντυπωσιακή και ο Μπρους Γουίλις θα μπορούσε να παίξει το ρόλο αυτό και στον ύπνο του (και εδώ μοιάζει να κάνει ακριβώς αυτό) καταφέρνοντας να θυμίσει σε κάποιες σύντομες στιγμές γιατί το κωμικό του τάιμινγκ έκανε το ρόλο αθάνατο. Ο ΜακΛέιν, όμως, έχει εξελιχθεί σε κάτι σαν Σούπερμαν που πηδά από κτίρια και δεν καίγεται από εκρήξεις, δεν είναι πια ο απλός άτρωτος και πεισματάρης αστυνομικός που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε. Οι ανατροπές, εν τω μεταξύ, δεν εκπλήσσουν κανένα και το σενάριο ξεχνά να δώσει στον ΜακΛέιν τζούνιορ έστω και ένα ψήγμα προσωπικότητας, πέρα από την μάτσο μουντρουχιά.
Ο συμπαθέστερος action star που μας κληρονόμησαν τα 80s θα μπορούσε να είναι ακόμη διασκεδαστικός - κρίμα που οι ταινίες στις οποίες εγκλωβίζεται τελευταία δείχνουν να μην ξέρουν τι να κάνουν με αυτόν.