Η ιστορία που συναντάμε στην ήσσονος σημασίας δημιουργία του Σάσα Τζερβάζι είναι απλή: πώς ένας από τους πιο αξιοσέβαστους σκηνοθέτες στον κόσμο κατόρθωσε εν έτει 1960 να παλέψει με τις προσδοκίες και τις επιφυλάξεις των πάντων και να παραδώσει μια από τις καλύτερες και πιο ριζοσπαστικές ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ.
Σύμφωνοι, οι υπεύθυνοι των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο αρνήθηκαν να υποστηρίξουν αυτό που αρχικά τους φαινόταν ως ένα φτηνιάρικο φιλμ β’ διαλογής και σχεδόν ολόκληρος ο περίγυρος του βρετανικής καταγωγής, 60χρονου τότε σκηνοθέτη αντιμετώπισε με δισταγμό την απόφασή του να φιλμάρει μια νοσηρή και ακραία διεστραμμένη ιστορία.
Με τη βοήθεια της συζύγου και τακτικής συνεργάτιδός του, Αλμα Ρέβιλ, και με τα άφθονα δημιουργικά καύσιμα που του παρείχαν μια σειρά από ανεκδήλωτες νευρώσεις και απωθημένα του ιδίου, ωστόσο, η ευφυία του Άλφρεντ Χίτσκοκ δούλεψε και όλοι μας μπορούμε να μιλάμε ακόμη με τον ίδια θαυμασμό για το «Ψυχώ», εξήντα τρία χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του.
Ακόμα και οι λιγότερο ενημερωμένοι θεατές θα έχει τύχει κάποια στιγμή να σκοντάψουν πάνω σε κάποια από τις ενδιαφέρουσες παρασκηνιακές λεπτομέρειες που σχετίζονται με το γύρισμα της εμβληματικής αυτής ταινίας. Ο Σάσα Τζερβάζι και ο σεναριογράφος του, Τζον Τζ. ΜακΛάφλιν, επιχειρούν, εντούτοις, να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους από ένα ξεκάθαρο making of του μυθικού φιλμ σε κάποιες αθέατες και πιο ιδιωτικές στιγμές του δημιουργού που το υπέγραψε.
Εκείνες που αφορούν στις κρυφές του ψυχώσεις, στη σχέση του με μια στωική σύζυγο που ανέχεται με υπομονή τις πολυάριθμες ιδιορρυθμίες του επώνυμου άντρα της, στις συζητήσιμες εμμονές που καλλιεργούσε με τις περισσότερες ξανθιές πρωταγωνίστριές του και στην προσωπική του σταυροφορία να αποδείξει στον εαυτό του (και όχι μόνο) ότι είναι ικανός για τα πιο ριψοκίνδυνα φιλμικά σχέδια.
Το πρόβλημα με το «Χίτσκοκ» είναι, παρ'όλα αυτά, ότι δεν ξέρει σε ποιο κοινό απευθύνεται και τι ακριβώς θέλει να πει. Ανάμεσα στο σινεφίλ καλαμπούρι και στο ελαφρύ κουτσομπολιό- εκείνο που φαντάζεται κανείς να μονοπωλεί τις συζητήσεις σε ένα απογευματινό τσάι μεταξύ μεσήλικων κυριών, το φιλμ καταφέρνει να μην αξιοποιεί επαρκώς καμία από τις δύο πλευρές του.
Το αποτέλεσμα είναι να μη μένει κανείς ευχαριστημένος: Οι θαυμαστές του χιτσκοκικού έργου θα φύγουν με άδεια χέρια, αφού η ταινία προσεγγίζει ελάχιστες παραμέτρους από την διαδικασία που οδήγησε στην πραγματοποίηση του «Ψυχώ», ενώ οι θεατές που προτιμούν τις πιο γαργαλιστικές αφηγήσεις θα χρειαστεί να αρκεστούν σε φευγαλέες υπόνοιες για τις πιο μυστηριώδεις και αξεδιάλυτες ψυχολογικές πτυχές ενός από τους δημοφιλέστερους δημιουργούς στα χρονικά του κινηματογράφου.
Με την βοήθεια του προσθετικού μακιγιάζ, ο Αντονι Χόπκινς κατορθώνει μια πετυχημένη μίμηση στον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι Σκάρλετ Γιόχανσον και Τζέιμς Ντ’ Αρσι μοιάζουν με εμπνευσμένες επιλογές για τους χαρακτήρες των Τζάνετ Λι και Αντονι Πέρκινς αντίστοιχα και η μαγνητική παρουσία της Ελεν Μίρεν προσφέρει την μία, πραγματικά ξεχωριστή, ερμηνεία του φιλμ. Κρίμα μοναχά που οι παιχνιδιάρικες και αφοσιωμένες παρουσίες των ηθοποιών δεν υποστηρίζονται από ένα καλύτερο υλικό και από μια πιο δουλεμένη θεματικά ταινία.