Οι Άθλιοι

02.01.2013
Η κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού μιούζικαλ που βασίζεται στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκό έχει αρκετές αρετές και παθιασμένες ερμηνείες από τους ηθοποιούς της, που μας χαρίζουν ορισμένες πολύ δυνατές στιγμές μέσα από κάποια εξαιρετικά τραγούδια. Διαθέτει όμως και μια διεκπεραιωτική σκηνοθετική προσέγγιση που αδυνατεί να ντύσει με φαντασία τις κορυφώσεις του δράματος.

Περισσότερο ακόμη και από τις ταινίες τρόμου, το μιούζικαλ είναι το κινηματογραφικό είδος που διχάζει αδιαπραγμάτευτα: αν το αγαπάς, το λατρεύεις - αν το μισείς, δεν το βλέπεις ποτέ και για κανένα λόγο.

Και οι «Άθλιοι» είναι από αυτά τα παραδείγματα που αποκλείεται να κερδίσουν νέους φαν: είναι ένα 2,5ωρο έπος δυστυχίας, απελπισίας, λίγων φωτεινών στιγμών και έπειτα ακόμη περισσότερης δυστυχίας, και όλα αυτά τραγουδιστά, χωρίς καθόλου σχεδόν διαλόγους.

Πάντως, δεν υπάρχει καλύτερο πρώτο υλικό για δραματικό μιούζικαλ από την ιστορία του κατάδικου Γιάννη Αγιάννη που μετατρέπεται σε ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας και στην πορεία υιοθετεί την μικρή Τιτίκα, την κόρη της ξεπεσμένης Φαντίνας, ενώ συνέχεια ζει υπό την απειλή του νομοταγούς αλλά και εμμονικού Ιαβέρη.

Είναι γεμάτη από ευκαιρίες για ποιητικές εσωτερικές αναζητήσεις, απελπισμένες κραυγές σε βοήθεια, ρομαντικές εξομολογήσεις και λοιπές μεγαλοπρεπείς μουσικές στιγμές, και μερικά από τα χορταστικά τραγούδια συλλαμβάνουν στην εντέλεια την ουσία των χαρακτήρων και της μοίρας τους.

Είναι ένα έργο χωρίς τακτ ή μέτρο στην αφήγησή του, που επιδεικνύει περήφανα όλες τις (αγαπημένες ή εξοργιστικές, ανάλογα με τις πεποιθήσεις σας) υπερβολές των μιούζικαλ και λέει τρέχοντας την μεγαλόπνοη ιστορία του, σφυροκοπώντας τους θεατές αδιάκοπα με επικά τραγούδια.

Και το μιούζικαλ των «Αθλίων» είναι, αν μη τι άλλο, μια καθαρά συναισθηματική ταινία, εκβιαστική ενίοτε και βαρετή μέσα στην επαναλαμβανόμενη τραγικότητά της αλλά και συγκινητική σε μερικές ειλικρινά δυνατές και ξεσηκωτικές σκηνές, χάρη κυρίως σε μεμονωμένα εξαιρετικά τραγούδια και στους αφοσιωμένους ηθοποιούς της.

Η ολόσωστη απόφαση της ζωντανής ηχογράφησης των τραγουδιών όχι μόνο γλιτώνει την ταινία από κακοταιριασμένη εικόνα και ήχο, συχνή μάστιγα του είδους, αλλά της προσδίδει μία επιπλέον δόση αλήθειας και δύναμης: βλέπουμε και ακούμε κάθε ανάσα, κάθε κόμπιασμα, κάθε χροιά των ηθοποιών, κάτι που συνήθως χάνεται στην διαδρομή από το στούντιο ηχογράφησης μέχρι το γύρισμα.

Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς αρπάζουν την ευκαιρία και δίνονται στους ρόλους τους μέχρι αφωνίας - εύκολο να τους ειρωνευτείς για υπερβολή αλλά από την άλλη αυτό το μιούζικαλ και αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση δεν μπορούσαν παρά να μην απαιτήσουν τίποτα λιγότερο.

Η Αν Χάθαγουεϊ αρμέγει κάθε έναν στίχο του «I Dreamed a Dream» για συναίσθημα και καταθέτει μια τεχνικά άρτια ερμηνεία-σαρωτήρα που αναμενόμενα, και εν πολλοίς δικαίως, την έχει ανακηρύξει σε φαβορί της κούρσας των Όσκαρ.

Αν και εξαιρετικά σύντομος ρόλος, έχει καταλήξει να επισκιάσει ακόμη και την σαφώς δυσκολότερη αποστολή του Χιου Τζάκμαν, ο οποίος χωλαίνει σε ορισμένα δύσκολα μελωδικά σημεία αλλά καταφέρνει να κρατήσει την ταινία στους ώμους του και να πείσει για το, θρυλικό για την ποικιλία του, ταξίδι του Αγιάννη.

Ευχάριστη έκπληξη ο Μάριος του Έντι Ρεντμέιν, και σε δεύτερο πλάνο ο Ενζολράς του Άαρον Τβέιτ (o διάσημος ύμνος «Do You Hear the People Sing?» είναι και η καλύτερη οπτική στιγμή της ταινίας), και η Επονίνα της Σαμάνθα Μπανκς.

Λιγότερο ευχάριστη η προσπάθεια του Ράσελ Κρόου να συναγωνιστεί τους σαφώς πιο ολοκληρωμένους τραγουδιστές του καστ και οι κλισέ στην καρικατούρα τους ερμηνείες του διδύμου Σάσα Μπάρον Κόεν και Έλενα Μπόναμ Κάρτερ στους μοναδικούς κωμικούς ρόλους της ταινίας.

Ο Τομ Χούπερ, ο ήδη ελάχιστα δημοφιλής στους σινεφίλ κύκλους οσκαρικός σκηνοθέτης του «Λόγου του Βασιλιά», δε θα κάνει περισσότερους φίλους με τη δουλειά του εδώ. Είναι για άλλη μια φορά αξιοπρεπής αλλά διεκπεραιωτικός, επαρκής αλλά ταυτόχρονα λίγος να απογειώσει την ιστορία και τα τραγούδια σε κάτι παραπάνω από όχημα προβολής - ή μάλλον, αποθέωσης - των ηθοποιών του.

Ο Χούπερ μοιάζει να μετέτρεψε τη βασική του αρμοδιότητα - να «ανοίξει» μια θεατρική παράσταση στις επικές διαστάσεις που της αρμόζουν - στην απόφαση να κινηματογραφήσει σε απόσταση αναπνοής, με συνεχή και αεικίνητα κοντινά τους ηθοποιούς, λες και θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος να δικαιολογήσει την ύπαρξή της η ταινία είναι να απεικονίσει κάθε τεντωμένη φλέβα και κάθε γκριμάτσα πόνου και θλίψης των ηθοποιών, ό,τι δηλαδή χάνει κανείς από τη θέση του στο θέατρο.

Οι σκηνές, όπως αυτές της καταδικασμένης επανάστασης, όπου σηκώνει το βλέμμα του λίγο πιο πέρα, λίγο πιο πάνω, είναι κάπως άτεχνα μονταρισμένες και μερικές φορές χαώδεις, αλλά και οι μόνες που δίνουν μια ιδέα τού τι θα μπορούσε να γίνει η ιστορία σε πιο ικανά χέρια.

Είναι περίεργο να το λες αυτό για μια τεράστια παραγωγή ενός επικού 158λεπτου μιούζικαλ αλλά: λίγη φαντασία και φιλοδοξία δε θα έβλαπταν.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ