Οι συγκρίσεις είναι ίσως τεμπέλικες αλλά σίγουρα αναπόφευκτες - τα «Όμορφα Πλάσματα», εξάλλου, έφτασαν στους κινηματογράφους χάρη στην τεράστια επιτυχία της μητέρας όλων των εφηβικών φραντσάιζ, της σειράς ταινιών του «Λυκόφωτος» δηλαδή, και υιοθετούν με ζήλο αρκετά από τα κλισέ του είδους του υπερφυσικού νεανικού ρομάντζου: τα μοναχικά κορίτσια, τα ερωτοχτυπημένα αγόρια, μια μικρή πόλη, υπερφυσικά μυστικά και καταραμένες ρομαντικές ιστορίες.
Η πρώτη ταινία (από τις πιθανές τέσσερις) στη νέα σειρά, όμως, καταφέρνει να συγκεντρώσει αρκετές περισσότερες αρετές από οποιοδήποτε σοβαροφανές Twilight κεφάλαιο και αποτελεί μια καλή εισαγωγή σε ένα κόσμο που προορίζεται καθαρά για μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, σε καμιά περίπτωση όμως δεν καταντά ανυπόφορος.
Η ιστορία βέβαια είναι όσο δραματική και προβλέψιμη περιμένει κανείς από μια εφηβική ιστορία αγάπης που τα βάζει με υπερφυσικά στοιχεία. Ο διαβαστερός αλλά και κοινωνικός, ομορφούλης Ίθαν τυχαία έρχεται κοντά στην εκκεντρική, μαζεμένη νέα μαθήτρια του σχολείου του, για να ανακαλύψει ότι η Λένα προέρχεται από οικογένεια μαγισσών και θα έρθει αντιμέτωπη με τη μοίρα της την κρίσιμη μέρα των 16ων γενεθλίων της, οπότε και θα την διεκδικήσουν το Καλό και το Κακό. Η έκβαση της μέρας θα κρίνει την μετέπειτα ζωή της και η οικογένειά της δεν είναι ευχαριστημένη όταν την βλέπουν να μπλέκεται συναισθηματικά με έναν θνητό...
Η πλοκή είναι ταυτόχρονα πολύπλοκη στη μυθολογία της αλλά και αναμενόμενα αφελής στους συμβολισμούς της, προορισμένη καθαρά και αδιαπραγμάτευτα για ρομαντικές φαντασιώσεις και εφηβικές ιδεοληψίες κοινωνικής απομόνωσης και αγωνίας για το μέλλον.
Η βασική διαφορά της ταινίας, και αρετή που την εξιλεώνει για όποια ατοπήματα στη συνέχεια, είναι ότι τιμά την πρωταγωνίστριά της, δίνοντάς της τα ηνία της ίδιας της ιστορίας (κάτι που οι ταινίες «Λυκόφως» δυσκολεύεται να ισχυριστεί), και - το κυριότερο - δεν παίρνει τον εαυτό της και πολύ στα σοβαρά. Εκεί που στο «Λυκόφως» είχαμε να υπομείνουμε ματιές με νόημα που διαρκούσαν μήνες, και βαριά, άβολη ατμόσφαιρα απαγορευμένης επιθυμίας και μυστηρίου ανάμεσα σε δύο πρωταγωνιστές με χημεία αλλά χωρίς ιδιαίτερα χαρισματικές παρουσίες στους ρόλους τους, τα «Πλάσματα» επιλέγουν έναν πιο χαλαρό τόνο και αφήνουν τους ηθοποιούς τους να το διασκεδάσουν κάπως.
Κανείς δεν το εκμεταλλεύεται αυτό περισσότερο από την διασκεδαστικότατη Έμμα Τόμσον (που σβήνει τους άλλους από το χάρτη σε όχι έναν αλλά δύο, πολύ διαφορετικούς ρόλους ως θρησκόληπτη κυρία και σατανική μάγισσα) και σε δεύτερο βαθμό και την έτερη κακιά μάγισσα της ιστορίας, Έμι Ρόσαμ, ενώ ο Τζέρεμι Άιρονς και η Βαϊόλα Ντέιβις, από την άλλη, είναι μάλλον αμήχανοι και βαρετοί με τους σαφώς λιγότερο ζουμερούς τους ρόλους.
Ακόμη όμως και οι πρωτοεμφανιζόμενοι πρωταγωνιστές Άλις Ίνγκλερτ και Όλντεν Ερενράιχ γλιτώνουν με την αξιοπρέπειά τους άθικτη, παρά τις επιβεβλημένες σκηνές κλισέ ρομαντζάδας και την έλλειψη ουσιαστικής δράσης πέρα από την αναμονή για την μοιραία μέρα, και παραμένουν πειστικοί – παρά την φανερή διαφορά ηλικίας με τους χαρακτήρες που υποδύονται – και τελικά συμπαθέστατοι.