Όλα ξεκίνησαν από το αναπάντεχο ντεμπούτο του: Με το σεξουαλικά φορτισμένο οικογενειακό δράμα του «Spanking the Monkey», ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ συστήθηκε το 1994 ως μια ασυνήθιστη περίπτωση δημιουργού. Δουλεύοντας μέσα σε σαφή χολιγουντιανά πλαίσια και γνώριμα κινηματογραφικά είδη, ο σκηνοθέτης υπηρέτησε για τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του ένα ριψοκίνδυνο θεματικά σινεμά της μοντέρνας ανθρώπινης νεύρωσης, των δυσλειτουργικών σχέσεων, των ηρώων που αποδεικνύεται ότι έχουν άφθονους εσωτερικούς δαίμονες να παλέψουν και του χιούμορ που μπορούσε να πηγάζει από τις πιο αναπάντεχες περιοχές.
Όλα αυτά άγγιξαν το αποκορύφωμα και πιθανόν τα όριά τους με το «I ♥ Huckabees» (2004), ένα παράτολμο προσωπικό σχέδιο που ο Ράσελ αποκλείεται να είχε υλοποιήσει αν δεν είχε προηγηθεί η μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία που συνάντησαν πέντε χρόνια πριν οι «Τρεις Ηρωες». Μόνο που η ντελιριακή και εντελώς καμικάζι υπαρξιακή φάρσα του δεν φρόντισε μόνο να μοιράσει τους κριτικούς αγρίως σε δυο στρατόπεδα (εκείνους που το υποστήριξαν και εκείνους που το μίσησαν) αλλά κυρίως συνετρίβη στα ταμεία, βάζοντας απότομο φρένο στην ξέφρενη δημιουργική πορεία του σκηνοθέτη.
Μετά την αποδοκιμασία που συνάντησαν οι «Huckabees» και μια ατυχέστατη προσπάθειά του να ολοκληρώσει μια σάτιρα με τίτλο «Nailed», ο Ντείβιντ Ο. Ράσελ συνειδητοποίησε προφανώς ότι το να τολμάς να είσαι διαφορετικός δεν χαίρει πάντα εκτίμησης στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, γι’ αυτό και έκρινε σωστότερο το να προσαρμοστεί σε φιλικότερες στον χρήστη συνταγές.
Κάπως έτσι ανέλαβε να γυρίσει κατόπιν παραγγελίας του πρωταγωνιστή και παραγωγού Μαρκ Γουόλμπεργκ την ταινία «The Fighter», παραδίδοντας ένα αξιοπρεπές δράμα και κερδίζοντας έτσι την αυτόματη εύνοια των οσκαρικών ψηφοφόρων, οι οποίοι χάρισαν στην ταινία εφτά υποψηφιότητες.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει τώρα και με τον «Οδηγό Αισιοδοξίας», μια σχετικά παράδοξη περίπτωση σκρούμπολ κομεντί στην οποία ένα τυπικό boy meets girl ειδύλλιο υπονομεύεται εξαρχής από το γεγονός ότι χτίζεται ανάμεσα σε δυο λίαν απροσδόκητους εμπλεκόμενους: Ενα μανιοκαταθλιπτικό άντρα ο οποίος μετά το εξιτήριό του από το ψυχιατρείο προσπαθεί να πάρει την κατεστραμμένη του ζωή και πάλι στα χέρια του και μια νευρωτική νεαρή χήρα η οποία τον πείθει να συμμετάσχουν σε ένα διαγωνισμό χορού, προσφέροντάς του ως αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να προσεγγίσει την πρώην σύζυγό του.
Σεναριογράφος και σκηνοθέτης αυτού του ιδιόρρυθμου προξενιού ανάμεσα σε δυο εκρηκτικές ιδιοσυγκρασίες, ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ πλαισιώνει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι του με μια εξίσου εξεζητημένη πινακοθήκη δευτερευόντων χαρακτήρων και τοποθετεί την δράση στο περιβάλλον ενός μονότονου προαστείου της Φιλαδέλφεια το οποίο λειτουργεί ως ιδανική αντίστιξη στις απανωτές εκκεντρικότητες που διαδραματίζονται στην οθόνη.
Οι μυστηριώδεις μέθοδοί του με τους ηθοποιούς αποδίδουν στο μεταξύ και πάλι καρπούς, σπρώχνοντας τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο να παραδώσει την καλύτερη ερμηνεία του από την εποχή του «Ο Πρόεδρος, Ένα Ροζ Σκάνδαλο και Ενας Πόλεμος» (δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή), χρωματίζοντας με ποικίλλες αποχρώσεις την Τζένιφερ Λόρενς και μεταμορφώνοντας τον μέχρι πρότινος άχαρο Μπράντλεϊ Κούπερ σε έναν εκφραστικό και εναλλακτικό ζεν πρεμιέ.
Παρά τις επιμέρους αρετές του, ωστόσο, ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» φαίνεται να παίρνει την αλλοτινή τρέλα που περιείχε το σινεμά του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ και να τη μετατρέπει σε προσφιλή φόρμουλα, κατάλληλη για όλους τους θεατές. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε την καριέρα του με ένα χιουμοριστικό αιμομεικτικό δράμα («Spanking the Monkey»), παρήγαγε μια από τις πιο αξιομνημόνευτες κωμωδίες καταστάσεων μέσα από την ελεγχόμενη υστερία του «Φλερτάροντας τις Συμφορές» (1996) και τόλμησε να αστειευτεί με ένα ολότελα σοβαρό θέμα όπως είναι ο πόλεμος και οι ασυδοσίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στους «Τρεις Ηρωες» (1999), εδώ ακολουθεί τον δρόμο του ασφαλούς.
Οτιδήποτε παράξενο και άβολο υπάρχει στο φιλμ μεταφράζεται σταδιακά σε ανώδυνο και χαριτωμένο, το χάπι εντ γίνεται αυτοσκοπός και τηλεγραφείται από πολύ νωρίς, τα ψυχικά νοσήματα των δυο ηρώων αποδεικνύονται ένα απλό αφηγηματικό όχημα που υπάρχει μόνο και μόνο για να κατορθώσει να τους φέρει πιο κοντά και τα πάντα δείχνουν να υπηρετούν μια απλή επίκληση στις θεραπευτικές αλχημείες της αγάπης.
Όσο για την ραδιούργα ανατρεπτική διάθεση που κάποτε χαρακτήριζε και δονούσε την φιλμογραφία του σκηνοθέτη, εδώ πλέον εξημερώνεται. Ετσι ώστε να είναι πανέτοιμη για την βραδιά των Οσκαρ και σίγουρη ότι δεν θα εγκαταλείψει την τελετή απονομής με άδεια χέρια...