Zero Dark Thirty

02.01.2013
Τέσσερα χρόνια μετά τον οσκαρικό θρίαμβο του «The Hurt Locker», η Κάθριν Μπίγκελοου μετατρέπει τον δεκαετή αγώνα εντοπισμού και εξόντωσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν σε ένα αγωνιώδες θρίλερ που αφήνει αρκετά αναπάντητα ερωτήματα ως προς τις προθέσεις και τις απόψεις του.

Μακράν η πιο αμφιλεγόμενη συμμετοχή στα φετινά Όσκαρ, ήδη αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αποδέκτης πάμπολλων επικρίσεων, το «Zero Dark Thirty» ήταν γραπτό να προκαλέσει αντιδράσεις ήδη από την στιγμή που η σκηνοθέτις του ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ασχοληθεί με ένα θέμα τόσο εύφλεκτο και επώδυνα νωπό στην συλλογική μνήμη: Την ανάμειξη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην αποστολή εξουδετέρωσης του διαβόητου αρχηγού της ισλαμιστικής εξτρεμιστικής οργάνωσης Αλ Κάιντα.

Όπως και το «Argo» που είδαμε πριν λίγες εβδομάδες, έτσι και η ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου αναλύει με όρους κινηματογραφικούς τους μηχανισμούς μιας τέλεια εκτελεσμένης αντι-τρομοκρατικής επιχείρησης που γίνεται με τις ευλογίες της αμερικανικής κυβέρνησης σε εδάφη της Μέσης Ανατολής.

Αντίθετα με την ταινία του Μπεν Άφλεκ, όμως, της οποίας η πίστη στην αποτελεσματικότητα τέτοιων επιχειρήσεων αποκτούσε μορφή πανηγυρικού και εξυπηρετούσε το όχημα μιας ξεκάθαρα ψυχαγωγικής ταινίας, η δημιουργία της Μπίγκελοου μοιάζει με μια πιο διφορούμενη και δύσκολη περίπτωση φιλμ.

Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά όταν το «Zero Dark Thirty» επιλέγει η μακροσκελής πρώτη του σκηνή να απεικονίζει ένα μουσουλμάνο αιχμάλωτο καθώς υποβάλλεται σε μαρτύρια και εξευτελισμούς στα χέρια Αμερικανών, αμέσως μετά ζητά από το κοινό να βρει σημεία προσέγγισης με μια δύστροπη και απόμακρη ηρωίδα, σταδιακά ξετυλίγεται στην οθόνη ως ένα λεπτομερές ρεπορταζιακό χρονικό, σε όλη την διάρκειά του παραμένει δραματικά στεγνό και ψυχρό και προσπαθεί, συν τοις άλλοις, να αντλήσει ενδιαφέρον και σασπένς από ένα ιστορικό συμβάν, η τελική έκβαση του οποίου μας είναι γνωστή.

Την ίδια ώρα που τα παραπάνω μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως πλεονεκτήματα της ταινίας, μερίδα Αμερικανών δημοσιογράφων και στρατιωτικών, όπως και τρεις γερουσιαστές από διαφορετικές παρατάξεις, χρεώνουν στους εμπνευστές του φιλμ πλείστες ανακρίβειες και τους κατηγορούν ότι εξωραΐζουν τις ανακριτικές τακτικές που βλέπουμε να εφαρμόζουν οι άντρες των μυστικών υπηρεσιών, αφού χάρη σε αυτές φαίνεται να οδηγήθηκαν στο κρησφύγετο του Οσάμα Μπιν Λάντεν και στην μετέπειτα εξάρθρωσή του, στις 2 Μαίου του 2011.

Πρώην δημοσιογράφος και βραβευμένος με ένα Όσκαρ για την δουλειά του στο «The Hurt Locker», ο σεναρίστας του «Zero Dark Thirty», Μαρκ Μπόαλ, ομολόγησε ότι άντλησε το υλικό του μέσα από συνεντεύξεις με παράγοντες της CIA και του αμερικανικού στρατού, προκειμένου όμως η ιστορία που διηγείται να χωρέσει στις συμβάσεις μιας κινηματογραφικής αφήγησης χρειάστηκε να παρθούν ορισμένες ελευθερίες. Σε καμία περίπτωση, πάντως, οι ισχυρισμοί περί βασανιστηρίων δεν υπήρξαν αβάσιμοι και επ’ ουδενί η ταινία δεν αποσκοπούσε στο να καθαγιάσει τέτοια συμβάντα.

Οι δηλώσεις του σεναριογράφου (και κατ’ απέκτασιν της σκηνοθέτη) είναι δεκτές. Πόσο έντιμη ιδεολογικά κάνουν, ωστόσο, αυτές την ταινία τους; Η απάντηση ίσως να ήταν πιο εύκολη, αν οι εμπνευστές του «Zero Dark Thirty» είχαν ακολουθήσει μια πιο ξεκάθαρη διαδρομή, τόσο σε αυτά που επιλέγουν να εικονογραφήσουν, όσο και σε εκείνα που υποτίθεται ότι θέλουν να πουν.

Ταινία καταγραφής παρά ανάλυσης, αναπαράστασης και όχι οξυδερκούς τοποθέτησης απέναντι στα γεγονότα, η δημιουργία της Μπίγκελοου αφήνει τον κάθε θεατή χωριστά να βγάλει τα συμπεράσματά του και να προβάλλει επάνω στο φιλμ όποια εξήγηση προτιμά ο ίδιος. Κάπως έτσι, αναλόγως της πλευράς από την οποία το αντικρίζεις, το «Zero Dark Thirty» μπορεί να φαντάζει ως μια φιλο-αμερικανική προπαγάνδα ή μια απολογία ηθικά συζητήσιμων μεθόδων εξεύρεσης της αλήθειας, μπορεί όμως και να επιχειρεί μια καταδίκη τους.

Αρνούμενοι να πάρουν θέση, ωστόσο, η σκηνοθέτιδα και ο σεναριογράφος αφήνουν τον εαυτό τους εκτεθειμένο και γίνονται ευάλωτοι σε οποιαδήποτε μορφή ερμηνείας. Η απροθυμία τους να τοποθετηθούν με κριτική διάθεση απέναντι στο θέμα τους αποτελεί, παρ’ όλα αυτά, από μόνη της μια σαφή πολιτική θέση. Κι αυτό ακριβώς οφείλει να χρεωθεί η Κάθριν Μπίγκελοου ως μεγάλη αποτυχία της.

Γυρισμένο με τον τσαμπουκά και την ένταση που την χαρακτηρίζουν ως σκηνοθέτη, το «Zero Dark Thirty» έχει αρκετό νεύρο και μπόλικο θυμό μέσα του. Περιορίζεται, εντούτοις, στις διαστάσεις ενός απλού ντοκουμέντου που μπορεί μεν να συμπυκνώνει έναν πακτωλό πληροφοριών και να τις παραθέτει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια, το κάνει μολαταύτα με έναν εντελώς αποστασιοποιημένο και συναισθηματικά νεκρό τρόπο.

Σε αυτό δεν βοηθά και η μετατροπή του κεντρικού χαρακτήρα, της αποφασιστικής και σχεδόν ψυχωτικής με τον στόχο της Μάγια, την οποία υποδύεται η υποψήφια για Όσκαρ Τζέσικα Τσαστέιν, σε τίποτα περισσότερο από μια λακωνική φιγούρα χάρη στην οποία θα κινηθεί πιο γρήγορα η πλοκή και το κοινό θα βρει σημείο ταύτισης.

Πώς να ταυτιστείς, παρ’ όλα αυτά, με μια μονοδιάστατη και σχεδόν ρομποτική ηρωίδα που ζει και αναπνέει μόνο για να φέρει εις πέρας τον πατριωτικό σκοπό της, μοιάζει σχεδόν αόρατη, για να μην πω περιττή, μακριά από τον μιλιταριστικό κόσμο που υπηρετεί και μόνο στο φινάλε ξεσπάει σε ακράτητα δάκρυα που μπορεί να σημαίνουν κάτι, ενδεχομένως όμως να μην σημαίνουν και τίποτα;

Γιατί τι ακριβώς δηλώνει το ξέσπασμα της Μάγια την στιγμή που η αποστολή της λαμβάνει τέλος; Τη ματαιότητα όλης της δεκαετούς προσπάθειάς της; Την συνειδητοποίηση μιας πύρρειας νίκης; Τη μοναξιά και ανυπαρξία της όταν ξαφνικά το καθήκον παύει να υφίσταται; Ή μήπως τα δάκρυά της ήταν μια απλή ψυχοσωματική εκτόνωση; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά. Όπως η λιγομίλητη πρωταγωνίστριά της, έτσι και η ταινία προτιμά να κρατήσει τις απαντήσεις για τον εαυτό της. Η εσωστρέφεια δεν υπήρξε ποτέ, όμως, σπουδαία αρετή. Ούτε στην ζωή, ούτε στο σινεμά.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ