Εναν χρόνο μετά τη βράβευσή της με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου το φιλμ συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, η πολυβραβευμένη στο θέατρο ηθοποιός Στεφανία Γουλιώτη επανέρχεται για δεύτερη φορά φέτος στο κινηματογραφικό προσκήνιο (έχει προηγηθεί η «Δεμένη κόκκινη κλωστή» του Κώστα Χαραλάμπους που είδαμε στις αρχές της άνοιξης) με το «J.A.C.E.» και μιλάει για το σινεμά που τώρα (την) ανακαλύπτει.
Για την ερμηνεία σου στο «J.A.C.E» βραβεύτηκες στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πόσο σημαντικό είναι ένα τέτοιο βραβείο;
Είναι σημαντικό γιατί μπορείς να γνωρίσεις επιτόπου στο φεστιβάλ ονόματα από το εξωτερικό, αν και αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι. Περίμενα, δηλαδή, περισσότερα πράγματα από αυτό το βραβείο που δεν τα είδα. Αυτό που έχει αξία, για μένα προσωπικά, είναι ότι η έλλειψη αυτοπεποίθησης που είχα απέναντι στον κινηματογράφο απαλύνθηκε. Κατάλαβα δηλαδή ότι πιάνει τόπο και αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου.
Σε σχέση με το θέατρο, πώς ήταν το πέρασμα μπροστά από την κάμερα;
Επί σκηνής, πας να ικανοποιήσεις το ευρύ κοινό και να φτάσεις μακριά. Στο σινεμά δεν χρειάζεται να φτάσεις μακριά. Η κάμερα όμως σε εκθέτει πολύ περισσότερο από ό,τι το θέατρο. Γιατί πρέπει να είσαι πολύ ειλικρινής και με τον εαυτό σου και με τα συναισθήματα που μοιράζεσαι οπότε εκτίθεσαι αμέσως πολύ περισσότερο. Γι' αυτό θεωρώ τον κινηματογράφο πιο δύσκολο απ' ό,τι το θέατρο.
Πώς δουλέψατε τον ρόλο με τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη;
Επρεπε να ψάξω μια πλευρά μου πιο ευαίσθητη και πιο μυστηριακή το οποίο δεν είχα ξανακάνει. Αυτή η γυναίκα έχει κάτι από το μυστήριο που κουβαλάνε οι γυναίκες του παλιού κινηματογράφου. Είχα μια απόσταση να διανύσω.
Με τη γυμνή εμφάνιση είχες πρόβλημα εδώ; Το έχεις, βέβαια, κάνει ξανά και στο θέατρο.
Ναι, με το γυμνό είχα πρόβλημα γιατί δεν θέλω πια να το κάνω εύκολα. Δεν το περίμενα ότι θα χρειαστεί σ' αυτήν την ταινία αλλά ο Μενέλαος με έπεισε για τη χρησιμότητά του. Οταν κάποιος με πείθει γι' αυτό, το κάνω. Οταν το έχεις κάνει και ξανακάνει, μετά δεν θες να είναι μότο. Δεν μου αρέσει να είναι αυτονόητο.
Πόσο εξοικειωμένη ήσουν με ιστορίες σαν αυτή που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας (το εμπόριο λευκής σαρκός);
Το πρόβλημά μου είναι πόσο έχουμε λοβοτομηθεί απέναντι σ' αυτό. Αυτό που θέλω να πω είναι πως θεωρούμε πια τόσο φυσιολογικό να γίνονται όλα αυτά. Θεωρούμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία όπου γίνονται τα πάντα, οπότε οκέι. Αυτό εμένα με τάραξε περισσότερο σε σχέση με την ταινία. Είμαστε απέναντι στο πρόβλημα και το κοιτάμε σαν να μη μας συμβαίνει, όπως με τους ναρκομανείς στον δρόμο που είναι παντού στο κέντρο της Αθήνας. Εξοικειώνεσαι με κάτι που δεν είναι αυτονόητο και δεν είναι φυσιολογικό και δεν κάνεις τίποτα. Εμένα αυτό με σοκάρει περισσότερο. Η δική μας απευαισθητοποίηση.
Ευχής έργον είναι να αφυπνίζεις την κρίση του θεατή και να βγαίνει έξω έπειτα από μια ταινία ή από ένα θεατρικό όχι σκεπτόμενος το έργο που είδε, αλλά τη ζωή του. Πράγμα που συμβαίνει πολύ σπάνια και είναι πάρα πολύ δύσκολο και ο λόγος που είναι πολύ δύσκολο, για μένα, οφείλεται -στην Ελλάδα τουλάχιστον- στην εκπαίδευση των ηθοποιών. Και είμαι σχεδόν απόλυτη σ' αυτό. Γιατί έργα υπάρχουν τουλάχιστον στο θέατρο, για τον κινηματογράφο δεν μπορώ να μιλήσω γιατί το κινηματογραφικό σενάριο είναι δύσκολο πράγμα, οι ηθοποιοί όμως είμαστε πιο ελλιπείς απέναντι στα έργα.
Πρέπει ο καλλιτέχνης να παίρνει θέση απέναντι σε κοινωνικά ζητήματα;
Ο καλλιτέχνης έχει την ευθύνη να θυμίζει ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Εχει την ευθύνη να ξανα-ευαισθητοποιήσει τον κόσμο, να ξανα-τοποθετήσει τον μεγεθυντικό φακό απέναντί τους και να βγάλει από τη συνήθεια της καθημερινότητας τους ανθρώπους. Γιατί, οι άνθρωποι προκειμένου να επιβιώσουν, έχουν μπει σ' έναν ρυθμό, χωρίς να σκέφτονται τι γίνεται δίπλα τους. Αυτές είναι οι ευθύνες του καλλιτέχνη και φυσικά αυτήν την περίοδο που ζούμε, ο ίδιος είναι όχι απαραίτητος, είναι ζωτικός.
Οδύσσεια με βραβεία
Το «J.A.C.E.» (τα αρχικά σημαίνουν: «Just Another Confused Elephant», στα ελληνικά: «Αλλος Ενας Μπερδεμένος Ελέφαντας») του Μενέλαου Καραμαγγιώλη βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ενώ παρουσιάζει την οδύσσεια ενός ορφανού Βορειοηπειρώτη που φτάνει στην Ελλάδα για να περάσει την παιδική του ηλικία και νιότη προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα κύκλωμα σωματεμπορίας. Στην πορεία του, μια μοιραία γυναίκα (Στ. Γουλιώτη) θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Το φιλμ ξεκίνησε τη φεστιβαλική του πορεία από το Τόκιο, συνέχισε με το βραβείο γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ, μεταξύ άλλων, βρέθηκε φέτος και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρουμανίας όπου κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής.