Γενναία απόφαση που ελπίζω να ανταμειφθεί από το κοινό, η επανέκδοση του διπτύχου του Βίλγκοτ Σγιόμαν είναι στην ουσία η πρώτη εν Ελλάδι ευκαιρία του «Είμαι Περίεργη» να γνωριστεί μαζικά με μια γενιά μετά από εκείνη του Πολυτεχνείου.
Οι αλληλοσυμπληρούμενες ταινίες, που έχουν πάρει το όνομά τους από τα χρώματα της σουηδικής σημαίας, και να θέλουν δε μπορούν να κρύψουν ότι είναι παιδιά μιας υπερ-πολιτικοποιημένης αντίληψης για το σινεμά, πράγμα που εδώ δεν ισοδυναμεί τόσο με προπαγάνδα, αλλά με συνεχή αναγωγή των πάντων στην πολιτική τους νοηματοδότηση. Κι αν, για παράδειγμα, η αναζήτηση της επαναστατικής σεξουαλικότητας που θυμίζει κάπως τις εμμονές του Μακαβέγιεφ και προκάλεσε τις απανωτές απαγορεύσεις της ταινίας μοιάζει σήμερα καλώς ή κακώς παρωχημένη, δε μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την επαναστατική φόρμα του διπτύχου.
Ο Σγιόμαν, που πριν από το «Είμαι Περίεργη» ακολουθούσε μια πιο αυστηρή αισθητική γραμμή στα χνάρια του συμπατριώτη του Μπέργκμαν, εδώ αποφασίζει να ανακατέψει ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία με ταινία μέσα σε ταινία, όπως και εμφανείς επιρροές από τις ταινίες του Γκοντάρ και από το «8 ½ » του Φελίνι.
Αυτό που βγαίνει από το μίξερ είναι ένα συνεχές πήγαινε-έλα ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα αναπαράστασης, ένα ερεθιστικό κολλάζ του οποίου η δοκιμιακή αξία μπορεί να υστερεί σε σχέση με ένα «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι αυτήν» αλλά το θράσος του δεν έχει χλομιάσει.
Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στις δύο θα κρατούσα την «Κίτρινη», όχι φυσικά για τις περιβόητες «τολμηρές» σκηνές που προκαλούν πια όσο ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης, αλλά επειδή είναι πιο αυτόνομη, πιο παιγνιώδης. Είναι όμως μετά την θέαση και της «Μπλε» που μερικές ψηφίδες συμπληρώνονται, το πολιτικό ερωτηματολόγιο γίνεται πιο συγκεκριμένο και το ταξίδι της Λένα και του Βίλγκοτ Σγιόμαν στην Σουηδία των σοσιαλδημοκρατικών «θαυμάτων» μοιάζει πληρέστερο.
-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ