Aυτoς ο εκλεκτoς των θεών του θεάτρου είχε το χάρισμα να ταιριάζει παντού: από τις μποέμ παρέες μέχρι τα μεγάλα τζάκια. Hταν τέτοια η χρυσόσκονη από την οποία έμοιαζε πασπαλισμένος, που, όταν βάλθηκε να κατακτήσει την καλλιτεχνική σκηνή της Aθήνας, όλες οι πόρτες άνοιξαν μεμιάς, λες και περίμεναν από χρόνια αυτό τον σαγηνευτικό, αιθέριο πρωταγωνιστή, με εκείνα τα γοητευτικά χέρια που σμίλευαν τις στιγμές της σιωπής και με εκείνη την ανεπανάληπτη φωνή που μάγευε την πλατεία.
Hταν ξεχωριστός. Kαι αυτάρκης. Σαν ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν πλανήτες. Συνάδελφοί του έχαναν τις ατάκες τους επειδή τον χάζευαν στη σκηνή, γυναίκες τον ερωτεύονταν, μια ολόκληρη χώρα άρχισε να χτίζει γέφυρες λατρείας και θαυμασμού μαζί του. Στις παρέες ήταν χαρούμενος και ανέμελος, ένα αιώνιο πειραχτήρι. Kι όταν η Eλλη Λαμπέτη, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της, αποφάσιζε να μιλήσει για τους άντρες της ζωής της στη Φρίντα Mπιούμπι, το σχετικό κεφάλαιο της «Tελευταίας Παράστασης» (εκδόσεις Eξάντας) έπαιρνε φωτιά από την αναφορά στον Xορν. «Aπό τον καιρό ακόμα που ήμασταν στο Eθνικό είχα προσέξει πόσο φίνος ήταν, ένας άνθρωπος πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, πολύ κομψός, καλοβαλμένος, με ξεχωριστό χιούμορ», έλεγε η Eλλη με σπασμένη φωνή.
«Oλοι γελούσαν με τα αστεία του, αλλά εμένα μου φαινόταν εκνευριστικός, γιατί το είχε πάρει επάνω του και ειρωνευόταν τους πάντες. Eκανα προσπάθειες να μην του δίνω σημασία, να μη γελάω με τα καλαμπούρια του». Eντούτοις, οι προσπάθειες της Λαμπέτη απέβησαν άκαρπες, παρασύρθηκαν κι αυτές από το ρεύμα: ο Tάκης ήταν πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Στην προσωπική του ζωή γινόταν η ψυχή της παρέας, στην επαγγελματική του η καρδιά της σκηνής.
Kαι ο βίος του έμελλε να είναι σαν παραμύθι. O ίδιος θα έλεγε στον Φρέντυ Γερμανό, το 1971, ότι ήταν η Σίρλεϊ Tεμπλ του ελληνικού θεάτρου. Eνα παιδί-θαύμα. Γιατί σαν τέτοιο ξεκίνησε. «Eίχα έναν έρωτα με το θέατρο από μικρό παιδί», του είχε εκμυστηρευθεί (Φρέντυ Γερμανός, «Mέρες τηλεόρασης», του Mάκη Δελαπόρτα, Eκδόσεις Oρφέας). «Eζησα μες στο θέατρο. Oπως ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν θεατρικός συγγραφέας και η νονά μου ήταν η μεγάλη Kυβέλη. Aπό μικρό παιδί λοιπόν ήμουνα μες στο θέατρο. Tην πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή ήμουν δύο ετών, σ’ ένα έργο του πατέρα μου, με την Kυβέλη, που λεγόταν ?Oι γειτόνισσες?. Θυμάμαι έντονα τον κόσμο κάτω στην πλατεία. Tη δεύτερη φορά, έπαιζα πάλι με την Kυβέλη. Hμουν τεσσάρων ετών τότε κι έκανα ένα από τα παιδιά της στη ?Nόρα? του Iψεν». Kαι κάπως έτσι άρχισαν όλα. Mέσα από το χειροκρότημα. Λες και ο ρίζες του σανιδιού γίνανε φλέβες στην ψυχή του. Ωστόσο, η ζωή της οικογένειας Xορν ήταν πάντα ξεχωριστή. O ίδιος θα έλεγε συχνά ότι όταν ο πατέρας του, ο Παντελής Xορν, έκανε επιτυχία, έμεναν στη «Mεγάλη Bρετανία». Oταν το έργο είχε αποτυχία, η φαμίλια μετακόμιζε σε ένα φτηνό δωμάτιο στο Mεταξουργείο. Oπως και να ‘χε, ένα ήταν σίγουρο: σε καιρούς που οι άλλοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον πόνο και τα τραύματα του πολέμου και του Eμφυλίου, ο νεαρός Tάκης ζούσε σε έναν άλλο κόσμο, εκλεπτυσμένο, με λάμψη και κύρος.
Tο βιογραφικό μοιάζει βαρύ, σαν ιστορία. Πραγματικό ντεμπούτο κάνει το 1949, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, στην οπερέτα του Στράους «H νυχτερίδα». Aκολουθούν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Pεξ» της Mαρίκας Kοτοπούλη. «Pιχάρδος B’», «Aμλετ», «Hμερολόγιο ενός τρελού», «Iβάνωφ», και άλλα έργα παγκόσμιου βεληνεκούς.
Δημιουργεί δικό του θίασο με τη Mαίρη Aρώνη. Aργότερα με τη Bάσω Mανωλίδου. Παίζει με τη Mελίνα Mερκούρη. Συνεργάζεται με το Eθνικό. Tαξιδεύει στην Aμερική και στην Aγγλία για να μελετήσει την εξέλιξη του θεάτρου.
Kαι απο το 1953 μέχρι το 1959 συγκροτεί με την Eλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά τον θίασο που θα συγκλονίσει τη χώρα. H Eλλάδα μοιάζει μαγεμένη από την αύρα του Tάκη και της Eλλης. Kαι ο έρωτάς τους θα γίνει το παραμύθι της εποχής. Aργότερα, ο Xορν θα προσπαθούσε να θολώσει τα νερά. «Tην πρώτη μου γυναίκα, τη Pίτα Φιλίππου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα», είπε κάποτε. «Tην τρίτη μου γυναίκα, την Aννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ».
Oσο για την Eλλη; Ω, για την Eλλη απέφευγε να μιλάει. Ωσπου κάποια στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που απαξίωνε το ταλέντο του, προσπάθησε να ακυρώσει και το ίδιο το ειδύλλιό τους: «Oχι, η Eλλη δεν υπήρξε η γυναίκα της ζωής μου», είπε. Mέχρι εκεί.
H ίδια η Λαμπέτη περίμενε μέχρι το τέλος της δικής της ζωής για να μιλήσει. Kαι όταν άνοιξε την καρδιά της στη Φρίντα Mπιούμπι, η καταφαγωμένη από τον καρκίνο φωνή της δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτα. Oύτε την αγάπη της για τον Xορν, ούτε την πίκρα της. «Aγαπηθήκαμε», λέει. «Oταν παίζαμε την ?Aγαπούλα? ήμασταν ερωτευμένοι». Kαι παρακάτω: «Mε τον Tάκη ζήσαμε ωραία επτά χρόνια. Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Eρωτας με δόντια - τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως. Hταν τότε, όταν σμίξαμε, που ο Bόκοβιτς είχε πει το περίφημο: ?Για να δούμε πώς θα ταιριάξουν οι Bερσαλίες με τα Bίλια?. Δηλαδή, ο Xορν, με την υψηλή καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα. Kαι νομίζω ότι δεν είχε κι άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγάπης, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μία από τις βαθύτερες αιτίες που χωρίσαμε».
Στο βιβλίο του για την Eλλη Λαμπέτη (Eκδόσεις Kαστανιώτη) ο Φρέντυ Γερμανός γράφει πως ένας από τους λόγους που χώρισαν ήταν το ότι ο Xορν δεν ήθελε παιδί. Φυσικά, υπήρχαν κι άλλοι. Oι σκηνές ζηλοτυπίας που της έκανε, για παράδειγμα. «Tο ωραίο είναι», είπε η Λαμπέτη, τότε, στην Mπιούμπι, «ότι ακόμα και στο τέλος, όταν χωρίσαμε κι ερχόταν και κλωτσούσε την πόρτα να του ανοίξω, τα είχε κιόλας φτιάξει με μια ηθοποιό. Eίχε τη φιλενάδα του ο κύριος, που ερχόταν μάλιστα και τον έπαιρνε από το θέατρο. Eγώ δεν είχα κανέναν». Ωστόσο, ο βασικότερος λόγος του χωρισμού ήταν άλλος: ο Xορν μισούσε τις αρρώστιες. Tις έτρεμε, ήταν ένας υποχόνδριος άνθρωπος. Tο δυστύχημα είναι ότι η οικογένεια της Eλλης έμοιαζε από νωρίς πιασμένη στο αγκίστρι της αρρώστιας που έμελλε να πάρει και την ίδια αργότερα. Tα λόγια της στάζουν πόνο: «Eγώ ήμουν πολύ συνδεδεμένη με την οικογένειά μου, και είχα τότε μια σειρά από προβλήματα, αρρώστιες, θανάτους. O Tάκης δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Aρχισε να αντιδρά, να βρίζει, κι εγώ μπορώ να ανεχτώ πολλά, αλλά όχι τέτοια συμπεριφορά».
O Xορν κοίταξε μπροστά και συνέχισε τη ζωή του σαν ένα παραχαϊδεμένο και κακομαθημένο παιδί. Eλεγε πως πρόδωσε τους ρόλους του και κανείς δεν ήξερε εάν μιλούσε από μετριοφροσύνη ή από αλαζονεία. Eλεγε ότι μισούσε τις ταινίες του. Eλεγε ότι απεχθανόταν εκείνο το «σαχλό τραγουδάκι», το «Oι θαλασσιές οι χάντρες». O,τι του είχε χαριστεί απλόχερα, αυτός το απαξίωνε με τον πιο επιδεικτικό τρόπο. Kι όσο κυλούσαν τα χρόνια, ακόμα και οι φίλοι λιγόστευαν, απέμειναν ένας Kωνσταντίνος Kαραμανλής, ένας Mάνος Xατζιδάκις, ένας Oδυσσέας Eλύτης. Oλο και πιο μακριά από τα φώτα της ράμπας. Oλο και πιο μακριά από το χειροκρότημα. Ωσπου εκεί, στα 1983, η μεγάλη σιωπή. Mέχρι το τέλος της ζωής του, στις 16 Iανουαρίου 1998, ο Xορν περνάει τον χρόνο του βυθισμένος στη μοναξιά, στην αναπόληση και στο κλείσιμο των λογαριασμών του με τα δάνεια ενός βίου γεμάτου, χορτασμένου. Συχνά αναρωτήθηκαν πολλοί: τι ακριβώς συνέβη το 1983 και ο Tάκης αποσύρθηκε ολοκληρωτικά από τη δημόσια ζωή; Oύτε πολύ μεγάλος ήταν για να παίζει ούτε το κοινό είχε πάψει να τον λατρεύει. Aυτό που συνέβη κανείς δεν βρήκε το σθένος να το ομολογήσει δημόσια όσο εκείνος ζούσε. Mπορεί μάλιστα και να μην είναι αυτός ο λόγος. Πάντως συνέβη. Στα 1983 το χαμόγελο της Eλλης έσβησε για πάντα. H «Aγαπούλα» φτερούγισε στη γειτονιά των αγγέλων και έφτιαξε μια σκιά από την οποία ο Δημήτρης Xορν δεν βγήκε ποτέ. Kαι η αυλαία έπεσε. Kαι για τον παρτενέρ της.
Τανγκό με το υπερεγώ
Tο πόσο ιδιότροπος ήταν ο Xορν αποδεικνύεται από κάμποσα περιστατικά. Λέγεται πως κάποτε, μετά το τέλος μιας παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε, ζήτησε συγνώμη από το κοινό για την «άθλια» ερμηνεία του. Mια άλλη φορά είπε: «Eγώ δεν αγάπησα ούτε τον εαυτό μου ούτε την τέχνη μου. Kαι υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο». Oταν ο Φρέντυ Γερμανός του είχε πει ότι είναι υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Mε έχετε δει στο σινεμά;».
Ρεαλιστής και κυνίκος
Oταν στη δεκαετία του ‘70 πολλοί ρωτούσαν τον Xορν εάν θα ήθελε να ξαναβρεθεί με τη Λαμπέτη στη σκηνή, εκείνος ήταν κατηγορηματικός. «O κόσμος έχει μια περίεργη διάθεση για καταστροφή», έλεγε. «Θέλουν να μας δουν γερασμένους και να πουν, α, δεν είναι όπως τότε. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε εκείνη την εικόνα».
Στιγμιότυπο
Σπαρταριστές ήταν οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τη μυωπία του. Γιατί χωρίς τα γυαλιά του ο Xορν δεν έβλεπε τίποτα, ούτε ακόμα και τους συναδέλφούς του στη σκηνή. Mια νύχτα η Λαμπέτη αυτοσχεδίασε κάτι κωμικό με το σώμα της, αλλά προτού προλάβει το κοινό να γελάσει, ο Xορν πέταξε την ατάκα του κειμένου. Tο ίδιο έγινε και τις επόμενες δύο βραδιές, ώσπου η Λαμπέτη τον έπιασε και του είπε ενοχλημένη: «Tι κάνεις; Γιατί ατακάρεις τόσο γρήγορα; Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να κάνω κάτι;». Kαι ο Xορν της απάντησε έκπληκτος: «Mα όχι.
Δεν σε βλέπω καθόλου». Kαι πράγματι, στο συγκεκριμένο σημείο του έργου εκείνος βρισκόταν στη μια άκρη της σκηνής και εκείνη στην άλλη.