O Πουπουλένιος στον Εξώστη του Αμόρε!

22.11.2005
Ο Πουπουλένιος του Μάρτιν Μακ Ντόνα παρουσιάζεται στον Εξώστη του Θεάτρου Αμόρε σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου. Γραμμένο το 2003 από το «τρομερό παιδί» του βρετανικού θεάτρου, τον Μάρτιν ΜακΝτόνα, ο Πουπουλένιος προκάλεσε αίσθηση και μέσα σε δυο χρόνια μεταφράστηκε σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και γνώρισε πολλές παραστάσεις που σημείωσαν τεράστια επιτυχία.
Ο Πουπουλένιος του Μάρτιν Μακ Ντόνα παρουσιάζεται στον Εξώστη του Θεάτρου Αμόρε σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου.
Γραμμένο το 2003 από το «τρομερό παιδί» του βρετανικού θεάτρου, τον Μάρτιν ΜακΝτόνα, ο Πουπουλένιος προκάλεσε αίσθηση και μέσα σε δυο χρόνια μεταφράστηκε σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και γνώρισε πολλές παραστάσεις που σημείωσαν τεράστια επιτυχία.

Αν και ο συγγραφέας εστιάζει μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του κωμικού παραλογισμού στη βία, την καταπίεση και τον θάνατο, το έργο του μιλά κυρίως για την ανθρώπινη λαχτάρα του «μια φορά κι έναν καιρό», για την ανάγκη του ανθρώπου να πει και να ακούσει ιστορίες για να αισθανθεί κοντά σε κάποιον, να πιαστεί από κάτι που έχει αρχή, μέση και τέλος για να καταφέρει να αντιμετωπίσει το χάος της πραγματικότητας. Ο Πουπουλένιος είναι ένα άγριο και τρομακτικό παραμύθι, όπως και τα παιδικά παραμύθια όπου το παιδάκι βάζει από τον φόβο τις φωνές, ξέροντας όμως ότι θα γευτεί γρήγορα την ασφάλεια μιας αγκαλιάς που θα το καθησυχάσει. Και αυτή την αγκαλιά ξέρει να την προσφέρει ο ΜακΝτόνα.

Ένα ανακριτικό γραφείο και ένα κελί είναι οι χώροι όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του Πουπουλένιου. Αλλά οι ιστορίες του έργου του ΜακΝτόνα μας ταξιδεύουν στο δωμάτιο ενός κοριτσιού που φτιάχνει μηλοανθρωπάκια, στο Χάμελιν του μαγεμένου αυλού, στο δασάκι όπου «καλλιεργήθηκε» ένας συγγραφέας, στη δύσκολη δουλειά του Πουπουλένιου και τις αυτοκτονίες μικρών παιδιών, στο θαύμα του μικρού πράσινου γουρουνιού, στα βασανιστήρια της μικρής Ιησούς και στην Κίνα με τις μακριές σιδηροδρομικές γραμμές.

Το έργο ξεκινά με τον Κατούριαν, έναν συγγραφέα που «ανακρίνεται από ένα δικτατορικό καθεστώς για το μακάβριο περιεχόμενο των διηγημάτων του και τις ομοιότητες που έχουν με έναν αριθμό παιδικών φόνων που γίνονται στην πόλη του». Η βία, σωματική και ψυχική, και οι καταπιεστικοί μηχανισμοί από το κλασικό ζευγάρι του καλού/ κακού μπάτσου δίνουν τον τόνο σε μια σκοτεινή σκηνή που φωτίζεται από τις ανατροπές παράδοξων ιστοριών και κωμικών παρεξηγήσεων. Στο τέλος της πράξης, όμως, ο κόσμος του φανταστικού και του πραγματικού ταυτίζονται, όταν μαθαίνουμε ότι τα σκοτωμένα παιδιά των ιστοριών αντιστοιχούν στα αληθινά πτώματα τριών παιδιών!

Η ιστορία της επόμενης σκηνής αποκαλύπτει το μακάβριο δεσμό του Κατούριαν με τον αδερφό του, τον Μίσαλ, ο οποίος είναι διανοητικά ανάπηρος, εξαιτίας των μυστικών βασανιστηρίων στα οποία τον υπέβαλλαν οι γονείς του στο πλαίσιο ενός καλλιτεχνικού πειράματος που είχε στόχο να κάνει τον Κατούριαν έναν καλό συγγραφέας ανατρεπτικών και ζοφερών ιστοριών. Μετά απ’ αυτή την πληροφορία, συναντούμε τα δύο αδέρφια αντιμέτωπα με την επικείμενη εκτέλεσή τους, στο κελί μιας φυλακής. Εκεί αποκαλύπτεται ο φαύλος κύκλος της καταπίεσης και της εξάρτησης που σύνδεσε τις ζωές των δύο αδερφών, ανατρέπονται οι ισορροπίες, χάνονται οι βεβαιότητες για την ταυτότητα του θύτη και του θύματος και όλοι μαζί, θύματα μιας παραπλάνησης, γινόμαστε μάρτυρες της δολοφονίας του Μίσαλ από τον ίδιο του τον αδερφό! Στην ίδια σκηνή, όμως, οι ιστορίες που ακούγονται μας ανοίγουν φωτεινά παράθυρα στον κόσμο της φαντασίας απ’ όπου βλέπουμε τις ιστορίες του Κατούριαν ως ιστορίες δικαίωσης των δύο αδερφών και ως ιστορίες που επέτρεψαν σ’ αυτούς τους ανθρώπους να ζήσουν.

Στην τρίτη πράξη, οι ιστορίες γίνονται ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Ο Κατούριαν παραδέχεται όλους τους φόνους με τον όρο να φυλαχθούν οι ιστορίες του μετά το θάνατό του. Στη διάρκεια μιας σκηνής απόλυτης αβεβαιότητας με κυρίαρχη την ιδέα της φωτιάς που θα κατακάψει και θα αφανίσει τις ιστορίες, οι δύο σκληροτράχηλοι αστυνομικοί αποκαλύπτουν τις δικές τους ιστορίες, βάζοντας τελικά και τους τέσσερις άνδρες του έργου στην ίδια μοίρα βίας, καταπίεσης και απώλειας μέσα από την οποία προκύπτουν τα εξιλεωτικά διαμάντια των ιστοριών.

Και το έργο τελειώνει με μια σειρά από φωτεινές ανατροπές, που διαλύουν την ιδέα του θανάτου, και με την συνάντηση των αδερφών σε μια ανύπαρκτη στιγμή όπου αφηγούνται το τέλος της ιστορίας τους γύρω από μια φωτιά που δεν άναψε τελικά για να κάψει τις ιστορίες που δικαίωναν τη ζωή τους.

Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη,
Σκηνοθεσία: Βίκυ Γεωργιάδου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη,
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα, Μουσική: Κώστας Ανδρέου,
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Χαλικιά

Παίζουν: Αργύρης Ξάφης, Κώστας Βασαρδάνης, Κώστας Μπερικόπουλος, Κωστής Καλλιβρετάκης, Φαίδρα Χατζηκωνσταντή