Ο γεμάτος πάθος και παραφορά αιμομικτικός έρωτας του Τζιοβάννι για την αδελφή του Ανναμπέλλα, δύο νέων ευγενών από την Πάρμα, δημιουργεί πανικό και αμηχανία στους άρχοντες και στους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Αν και η κοινωνία την οποία έχουν δημιουργήσει και διαφεντεύουν λειτουργεί με μια sur mesure ηθική, ο έρωτας των δύο αδελφών αποτελεί γι' αυτούς μια κινούμενη απειλή. Η Ανναμπέλλα, λιγότερο δυνατή, υποκύπτει στις κοινωνικές επιταγές και αφήνει τον αγαπημένο της για να παντρευτεί τον άντρα που την πολιορκεί από καιρό. Παγιδευμένη στο γάμο αυτόν, έχει να αντιμετωπίσει την απαξίωση του συζύγου και τη ζήλια του Τζιοβάννι. Η μαρτυρική ζωή των δύο εραστών γίνεται θυσία στον βωμό της έννομης τάξης. Η καταστροφή από την κατάρα του Θεού απεφεύχθη. Τώρα, με την ευλογία της Εκκλησίας, η ζωή στην Πάρμα επιστρέφει στην κανονικότητά της.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης καταπιάνεται με το σπουδαίο και προκλητικό αυτό έργο του Τζον Φορντ και το αντιμετωπίζει από την αρχή, σαν ένα κείμενο εύπλαστο που θέλει να του δώσει πνοή μέσα στους αιώνες. Εξ αρχής έτσι, μας εκπλήσσει, καθώς μας εισάγει σ΄έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που περιμένουμε, σ΄αυτόν την εκκλησίας και μας παρουσιάζει την ιστορία από την πλευρά μιας εκκλησιαστικής αναπαράστασης που στόχο έχει τον …εξορκισμό του μιάσματος, του ανίερου δηλαδή έρωτα.
Αυτή μετα- θεατρική ιδέα του Λιγνάδη είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, καθώς μας παρουσιάζει αποστασιοποιημένα την ιστορία μέσα από μία άλλη ιστορία και οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους ρόλους τους διπλά. Και ως ηθοποιοί, αλλά και ως ηθοποιοί στην παράσταση που στήνουν για τις ανάγκες της αναπαράστασης. Αυτό το εύρημα αρχικά μας προκάλεσε μία σύγχυση, καθώς – ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της παράστασης- δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε τι είναι αυτό που βλέπουμε. Ένας νεαρός διάβαζε με τελείως αδικαιολόγητο ερασιτεχνισμό κάποια αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, πολλοί από τους ηθοποιούς ξεσπούσαν σε πνιχτά γέλια, ενώ και κάποιες ερμηνείες, όπως αυτή του Γιωργή Τσουρή, ήταν απλώς…. αψυχολόγητες. Ωστόσο, όλα αυτά έλαβαν άλλες διαστάσεις, όταν τελικά συνειδητοποιήσαμε τι είχε στο μυαλό του ο Λιγνάδης και πραγματικά θαυμάσαμε την ευρηματικότητά του, αλλά και το θάρρος του να αναλάβει ένα τέτοιο σκηνοθετικό ρίσκο.
Ωστόσο, το εγχείρημα αυτό δεν λειτούργησε απόλυτα, καθώς σε πολλά σημεία «ρούφηξε» ένα μεγάλο μέρος από τη δυναμική της παράστασης, ενώ δεν απέπνεε σ’ όλα τα σημεία μία ομοιομορφία στο τι είναι τελικά αυτό που βλέπουμε. Μας ξένισε, επίσης, το βαρυφορτωμένο με προτομές σκηνικό της Εύας Ναθένα.
Ως προς τις ερμηνείες, μας άρεσε πολύ η Μαρία Κίτσου ως Ανναμπέλα, Η μορφή της, το βλέμμα της, η κίνησή της, το ηχόχρωμα της φωνής της, όλα ήταν απόλυτα συγχρονισμένα, ψυχολογικά φορτισμένα και συντονισμένα με την εύθραυστη ψυχική της κατάσταση. Ωστόσο, η εξαιρετική αυτή ερμηνεία δεν έδεσε με το εύρημα της αναπαράστασης, έδεσε περισσότερο με το πρωτότυπο κείμενο του Φορντ. Γιατί ως η αληθινή Ανναμπέλα ήταν πραγματικά συγκλονιστική.
Ο Μηνάς Χατζησάββας ήταν εξαιρετικός στο ρόλο του Καρδιναλλίου, καθώς με την ερμηνεία του έδωσε ξεχωριστό χρώμα στην παράσταση και σαν άλλος μαέστρος κίνησε όλα τα νήματά της αριστοτεχνικά. Ο Δημήτρης Πασσάς ως Τζιοβάνι ήταν απόλυτα άρτιος στο ρόλο του, καθώς κατάφερνε να μπαινοβγαίνει σ΄αυτόν με μεγάλη άνεση και πειστικότητα.
Οι υπόλοιπες ερμηνείες ήταν αξιοπρεπείς. Μοναδικό πρόβλημα η σύγχυση των ίδιων των ηθοποιών αναφορικά με το ποιον τελικά ρόλο υποδύονταν.
Τελικά αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Σίγουρα ναι. Η εκδοχή αυτή του Δημήτρη Λιγνάδη είναι πραγματικά ευρηματική.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]