Αθάνατο ελληνικό φιλότιμο

19.01.2007
Και ξαφνικά στο Χαλάνδρι ξεφυτρώνει ένα μουσείο Νόμπελ. Κι ένας Έλληνας, ο Γιώργος Μάρκου, αποδεικνύεται ο μοναδικός «κληρονόμος» του Σουηδού εκατομμυριούχου εφευρέτη. Πώς βρέθηκε στα χέρια του μια μοναδική συλλογή; Πώς ξετυλίχτηκε το κουβάρι μιας ιστορίας που μοιάζει με σενάριο ταινίας; Όλα άρχισαν από ένα καφέ της Ρώμης, όπου σύχναζε μια ενδιαφέρουσα παρέα. Πολιτικοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, διανοούμενοι κι ανάμεσά τους ο Έλληνας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βατικανού.

Aπό την Κατερίνα Χριστακοπούλου

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας μεταφερθούμε μερικά χρόνια πριν. Ένα μεσημέρι του 1982 λοιπόν μια διάσημη παρέα φαινόταν να κάθεται απομονωμένη σε μια γωνιά του περίφημου καφέ «Γκρέκο» στη Via Condoti 86, δίπλα στους λαμπερούς οίκους υψηλής ραπτικής. Από το 1760 το παλιό αυτό καφενείο με τα υποβλητικά «χρώματα» άλλων εποχών αποτελούσε στέκι με σφυγμό ελληνικό στην καρδιά της Ιταλίας.

Η διάθεση της μικρής συντροφιάς εκείνο το μεσημέρι δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου. Ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μοράβια, ο καθηγητής Κλαούντιο Σβάρτσενμπεργκ, ο σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι, ο Νίνο Ρότα και ο Έλληνας καθηγητής Γιώργος Μάρκου με ύφος συνωμοτικό μιλούσαν για «κάποιο μυστικό ιδιαίτερης σημασίας».

Οι «υψηλοί» φίλοι του μοναδικού Έλληνα καθηγητή Μεσαιωνικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Βατικανού, ενός εύσωμου άντρα, αρεστού στο Βατικανό και τακτικού θαμώνα των ιταλικών σαλονιών, του επεφύλασσαν μια έκπληξη. «Έχω πληροφορίες και πιστεύω πως πρέπει να ξεκινήσεις από το γκέτο της Βαρσοβίας», του είπε ο Μοράβια ψιθυριστά.

Η αποστολή ανατέθηκε στον Έλληνα καθηγητή: Να αποκτήσει την αμύθητης αξίας αυθεντική συλλογή του πολυτάλαντου Νόμπελ. Όπως τόνισαν οι «γενναιόδωροι» Ιταλοί, ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τη φέρει εις πέρας. Άλλωστε, κανείς άλλος δεν γνώριζε καλύτερα τα αρχεία του Βατικανού, καθώς είχε διεξαγάγει πολύχρονες έρευνες με σημαντικούς ελληνικούς κώδικες, που μόνο ο ίδιος γνώριζε την ύπαρξή τους.

Η ίδια πρόταση είχε γίνει βέβαια ξανά στον Μάρκου το 1978 από τον τότε πρόεδρο της ιταλικής Δημοκρατίας Σάντρο Περτίνι, τον καρδινάλιο Πολ Φίλιπ, το νομπελίστα Φίλιπ Νόελ Μπέικερ και τον Αλμπέρτο Μοράβια Φαινόταν επιτακτική η ανάγκη να διασωθεί η συλλογή του ξεχασμένου Νόμπελ από τότε. «Ποιος θυμάται τον ίδιο τον Άλφρεντ Νόμπελ», είχαν αναρωτηθεί. Η παγκόσμια λάμψη των βραβείων Νόμπελ είχε επισκιάσει τον ίδιο το μεγάλο Σουηδό! «Ντροπή! Δεν υπάρχει ένα Μουσείο Νόμπελ, ούτε καν η βιογραφία του», είχαν πει με μια φωνή γεμάτη αγανάκτηση.

Έτσι άναψε η σπίθα που έγινε φλόγα και στη συνέχεια πάθος και πείσμα να αποκτήσει τη συλλογή του Άλφρεντ Νόμπελ.

Στην άκρη του χρυσού νήματος
Cut, όπως λένε στη γλώσσα του κινηματογράφου, και αλλάζουμε σκηνικό. Η ιστορία μάς μεταφέρει σε ένα δρομάκι του γκέτο, στην καρδιά της Βαρσοβίας, σε ένα χώρο κάτι μεταξύ βιβλιοπωλείου και παλιατζίδικου και με έντονη ακόμη τη μυρωδιά και τις αναμνήσεις του ένδοξου εβραϊκού παρελθόντος της προπολεμικής Πολωνίας. Τα πολύτιμα αποσπάσματα του Νόμπελ ήταν απλωμένα σε πρόχειρα ράφια ή καταχωνιασμένα σε σκονισμένες γωνιές. Το γεροντάκι που μιλούσε ελληνικά ήταν Εβραίος και στους δύσκολους καιρούς της κατοχής είχε πουλήσει σε Γερμανούς αξιωματικούς ακόμα και χειρόγραφα του Βίκτορ Ουγκό, του Εμίλ Ζολά, του Τολστόι και του Στρίνμπεργκ.

Το παζάρεμα ήταν συγκλονιστικό και τα 1.200 αμίμητα κομμάτια άλλαξαν χέρια τελικά το 1999. Δεν ήταν τόσο απλό μια συλλογή με τεράστιο ιστορικό ενδιαφέρον που τόσο καιρό ήταν στα αζήτητα να μεταβιβαστεί. Τα πάντα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα. Σίγουρα οι κυβερνήσεις και τα μουσεία θα εξαπέλυαν πίσω τους κυνηγητό. Βέβαια, τα προηγούμενα χρόνια ο καθηγητής είχε ήδη αγοράσει αντικείμενα και από άλλες συλλογές ταξιδεύοντας σε 62 χώρες. Το πρώτο απόκτημα της συλλογής ήταν ένα τεράστιο κιβώτιο μεταφοράς δυναμίτη από τη Γλασκόβη στην Αυστραλία και στάλθηκε με κούριερ στο σπίτι του στη Ρώμη. Αυτό το κιβώτιο θα έγραφε τις πρώτες σελίδες από το μυστηριώδη κόσμο του Νόμπελ.

Γιατί στην Ελλάδα;
Άθεος, τρελούτσικος και υπερ-ιδεαλιστής ο διάσημος Σουηδός, που χώνευε τη φιλοσοφία πιο αποτελεσματικά από το φαγητό. Κοσμοπολίτης που είχε την πρώτη θέση στην ελιτίστικη πιάτσα. Ο πιο πλούσιος «αλήτης» της Ευρώπης, όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Βίκτορ Ουγκό, ήταν ο αχώριστος φίλος του Εμίλ Ζολά και του Φρίντριχ Νίτσε.

Επιχειρηματίας, βιομήχανος με τα μεγαλύτερα εργοστάσια παραγωγής δυναμίτιδας και πετρελαίου στο ρωσικό Μπακού, ατμομηχανές κ.ά. Εφευρέτης, φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας. Τα επιστημονικά εφόδιά του, η φυσική, η χημεία, η μηχανική και οι πέντε γλώσσες που μιλούσε τον ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο. Όμως, μέσα στις «ταξιδιάρικες φυλακές», όπως χαρακτήριζε τα βαγόνια των τρένων που τον έπαιρναν μαζί τους, εκείνος ονειρευόταν την Ελλάδα.

Φιλέλληνας από τους λίγους, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Μάρκου, «ο Νόμπελ ήταν περισσότερο Έλληνας από τους Έλληνες». Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Νόμπελ εφηύρε το θεό δυναμίτη, τον ονόμασε έτσι γιατί ήταν επηρεασμένος από τον Πλάτωνα κι επειδή γνώριζε την ελληνική ετυμολογία της λέξης.

Το είχε δηλώσει και η Χριστίνα Ωνάση σε συνέντευξή της στο ράδιο «Σαν Ρέμο» σχετικά με τη βράβευση του Οδυσσέα Ελύτη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979 και με αφορμή ότι πολλοί τόνιζαν τις επαγγελματικές ομοιότητες του κροίσου πατέρα της με το διάσημο Σουηδό: «Ο πατέρας μου θαύμαζε απεριόριστα τον Νόμπελ. Κυρίως για το φιλελληνισμό του. Αυτό πρέπει κάποτε να το μάθει ο ελληνικός λαός, γιατί εκτός από τη Μαρία Κάλλας κανείς δεν το αναφέρει».

Ήταν δεμένος με την Ελλάδα. Μάλιστα, σε ένα από τα μεγαλύτερα έργα, τη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου το 1890, έβαλε την υπογραφή του, αφού χρησιμοποιήθηκαν μηχανήματα και δυναμίτιδα από τα εργοστάσια του Νόμπελ στην Ιταλία και τη Γερμανία. Η έμμονη ιδέα του για την Ελλάδα αποδεικνύεται και από την κατασκευή ενός μικρού ναού με αρχαιοελληνικές κολόνες μέσα στην τεράστια έκταση της παραλιακής βίλας του στο Σαν Ρέμο, αλλά και από το ότι βάφτισε ένα από τα πετρελαιοφόρα του «Σωκράτη». Διά χειρός Νόμπελ και το θεατρικό έργο «Νέμεσις», που έγραψε στο Σαν Ρέμο. Δυστυχώς όμως, όταν πέθανε, η οικογένειά του κατέστρεψε όλα τα αντίτυπα, εκτός από ένα που σώζεται στη βιβλιοθήκη του ιδρύματος Νόμπελ στη Στοκχόλμη, γιατί διαφωνούσε με τις ριζοσπαστικές ιδέες του!

Το Μουσείο Ελληνικής Συλλογής Νόμπελ
Η σχέση του με την Ελλάδα δεν σταματάει στα παραπάνω. Ακολουθώντας το αιώνιο φως, ο Νόμπελ βρέθηκε στην Αθήνα. Ο «κληρονόμος» του Γιώργος Μάρκου έκανε την υπέρβαση και θα τον αποθεώσει με τα εγκαίνια του Μουσείου Ελληνικής Συλλογής Νόμπελ το καλοκαίρι. Ο Κένζο Τάνζε και ο Λάραμπι Μπαρνς (έχτισε το κτίριο της IBM στη Ν. Υόρκη και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Ντάλας) είναι οι διάσημοι αρχιτέκτονες του μεγάρου με τα 3.250 τ.μ. της οδού Ολύμπου στο Χαλάνδρι.

Με δεδομένη την αδιαφορία της πολιτείας, ο Έλληνας καθηγητής πλήρωσε το απαραίτητο τίμημα Ως γόνος εύπορης οικογένειας αναγκάστηκε να πωλήσει μεγάλες εκτάσεις τους στο Χαλάνδρι για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του. Και έλυσε τη βουβή απορία μου με ένα ποίημα του Σέλεϊ: «Ο Άγγλος ποιητής, που ήταν και δάσκαλος του λόρδου Βύρωνα, έγραψε το ποίημα Ελλάς. Δύο αιώνες μετά δεν έχει ακόμη μεταφραστεί στα ελληνικά. Κανένας Έλληνας δεν ενδιαφέρεται». Μίλησε και για κάποιους που καταδίωξαν το όραμά του: «Άγνωστο γιατί Τη συλλογή την αγόρασα με δικά μου χρήματα και πούλησα την περιουσία μου για να χτίσω το μουσείο. Μόνο οι Ιταλοί με βοήθησαν».

Στις προθήκες του νέου μουσείου θα βρίσκονται πάνω από 3.500 εκθέματα, ανέκδοτα χειρόγραφα, άδειες εφευρέσεων, κρατικά απόρρητα, αυτόγραφες επιστολές, χρηματιστηριακά και τραπεζικά έγγραφα, σπάνιες μετοχές, μετάλλια, παράσημα, αντικείμενα μεγάλης αξίας Ακόμη και ζυγαριές ακριβείας μέχρι και το μπαστούνι του και χαρτοκόπτες. «Μάλιστα, στις προθήκες του Ελληνικού Μουσείου Νόμπελ θα φιλοξενηθούν και περισσότερες από 500 μετοχές του Ισθμού, που δόθηκαν ως αμοιβή στον Νόμπελ και τις οποίες ποτέ δεν εξαργύρωσε εκφράζοντας έτσι τη λατρεία του για τη χώρα μας», τόνισε ο καθηγητής. Βαθιά επηρεασμένος ο Μάρκου έγραψε κι ένα θεατρικό με τίτλο «Η δύναμη της μοναξιάς» και θέμα τη ζωή του Νόμπελ.

Ένα όνειρό του έγινε πραγματικότητα και τελικά οι ευχές του Άλμπερτ Αϊνστάιν και του Πάμπλο Νερούντα να στεγαστεί η συλλογή σε ένα μουσείο εκπληρώθηκαν Συγκινημένος αλλά και γεμάτος από την επιτυχή εντέλει έκβαση του ταξιδιού του όλα αυτά τα χρόνια από το 1982 που ξεκίνησε να αναζητά το έργο του Άλφρεντ Νόμπελ, ο καθηγητής Μάρκου έριξε ένα βλέμμα στο μουσείο που βρίσκεται απέναντι από το παράθυρο του γραφείου του και ακούστηκε να λέει: «Σ ευχαριστώ, Θεέ μου».