Σε ένα απόκρημνο γκρεμό, σαν αετοφωλιά που «εποπτεύει» τα δυο λιμανάκια του ανατολικού Πηλίου, βρίσκεται το πέτρινο σπίτι που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Δημήτρης Ράικος. Η λιτή κατοικία κατασκευάστηκε στο σχήμα ενός παραλληλεπίπεδου κουτιού. Συμπαγής, πέτρινος όγκος, χωρίς εξώστες, ορθώνει το ανάστημά του μέσα από την πέτρα και το πράσινο και προβάλλει τη φυσική του ομορφιά στο μπλε φόντο του ουρανού και του πελάγους. Με πλούσιες εικόνες και μνήμες, γοητευμένος από τις δωρικές φόρμες των κτισμάτων του Μιστρά, ο αρχιτέκτονας, έχοντας γνώση της παράδοσης και της ιδιομορφίας του Πηλίου, των απαιτήσεων του δάσους αλλά και των επιθυμιών των ιδιοκτητών, σχεδίασε ένα σπίτι απλό με μόνη «πολυτέλεια» τα υπερμεγέθη παράθυρα. Μεγάλες υποστυλώσεις χρειάστηκαν για να κρατήσουν το κτίσμα όσο το δυνατόν πιο... έξω, να το «κρεμάσουν» στη μεγάλη κατηφορική κλίση του εδάφους. Το τοπογραφικό της εδαφικής κλίσης, ουσιαστικά υπαγόρευσε τον τρόπο κατασκευής των κτισμάτων.
Ο αρχιτέκτονας δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να διαταράξει τη γη, εξομαλύνοντάς την. Τον ενέπνευσε και τη σεβάστηκε, την αφουγκράστηκε και του το ανταπέδωσε. Χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από τη γύρω περιοχή και ντόπια συνεργεία έβαλαν όλη τους τη μαστοριά υπό την καθοδήγηση του επιβλέποντα. Πόρτες και παντζούρια από ιρόκο, παραδοσιακή, ξύλινη στέγη και φαρδιές σανίδες στο μεγαλύτερο τμήμα του δαπέδου, ταίριαξαν με την ανοιχτόχρωμη πέτρα που υψώθηκε για να περικλείσει ένα καινούριο, μα και πέρα από το χρόνο σπιτικό. Στον εσωτερικό χώρο οι γωνίες στρογγύλεψαν και λειάνθηκαν, οι υφές μαλάκωσαν, υπόλευκα πανιά και φλόγες κεριών «έσπασαν» την αψάδα της λιθοδομής. Το κεντρικό στοιχείο του οικήματος είναι το ελεύθερο στο χώρο κυκλικό τζάκι που μοιάζει να κρέμεται από την οροφή. Ο όροφος φτιάχτηκε γύρω από την καπνοδόχο σαν galleria-υπερώο σε σχήμα Π, που την περπατάς για να μπεις στα υπνοδωμάτια, ενώ μπορείς να βλέπεις το καθιστικό από ψηλά. Μοναδικό «ανταγωνιστή» αποτελεί η ξύλινη σκάλα από μεγάλα κομμάτια πλάτανου και καστανιάς, ένα οργανικό γλυπτό που αιχμαλωτίζει τα βλέμματα. Ο αρχιτέκτονας σκιτσάρισε προβολικά σκαλοπάτια να βγαίνουν από έναν κορμό και, κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη Μωραϊτη, όσο δούλευε όλη τη σκάλα στο χέρι με απαράμιλλη επιδεξιότητα και πολύ μεράκι, μορφοποιήθηκε ένα γλυπτό στο χώρο. Η κουζίνα φτιάχτηκε σε μια άκρη της κάτοψης και μόνο μια νησίδα τη διαχωρίζει λειτουργικά από τον υπόλοιπο χώρο. Τα έπιπλά της έφτιαξε ο Γιάννης Μωραϊτης στο εργαστήρι του στη Λάρισα, ενώ οι ηλεκτρικές συσκευές επαγγελματικών προδιαγραφών έγιναν ειδική παραγγελία. Το καθιστικό «υποχωρεί» και διαφοροποιείται από το χώρο της εισόδου με το παρκέ του. Τα αντικριστά, ξύλινα ντιβάνια με λευκά στρώματα συμπληρώθηκαν με λιτούς καναπέδες και πάνινες πολυθρόνες σκηνοθέτη.
Η επιλογή όσον αφορά την επίπλωση και τη διακόσμηση του σπιτιού ήταν σαφής. Μόνο τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και φωτιστικά, ειδικές κατασκευές όπου χρειάζεται ώστε οι κινήσεις να γίνονται ανεμπόδιστα, φυσικό χρώμα από τα ίδια τα υλικά και μόνο του το υπόλευκο να υποστηρίζει και να αναδεικνύει όλα τα υπόλοιπα. Πρωταγωνιστής η θάλασσα που μοιάζει να θέλει να εισβάλλει στο χώρο από τα μεγάλα παράθυρα! Στα δάπεδα εναλλάσσονται τα υλικά, τα μπάνια έγιναν όσο «καθαρά» και χρηστικά επιτάσσουν οι σύγχρονες συνήθειες, τα υπνοδωμάτια «ζεστάθηκαν» από την παρουσία του ξύλου. Η ξύλινη σκεπή προστατεύει, το τζάκι ζεσταίνει και κρατάει συντροφιά με τους ήχους και τις μυρωδιές του, τα λευκά κεριά τρεμοπαίζουν στην παραμικρή κίνηση, κάνοντας τις σκιές να «μακραίνουν» πάνω στους πέτρινους τοίχους. Κάπως έτσι περνάνε οι μέρες και οι νύχτες στο βουνό. Με οξυμένες τις αισθήσεις, τα βλέμματα στραμμένα στο πέλαγος για να διαβάσουν τις διαθέσεις του καιρού και τα «μάτια» της ψυχής πάντα ανοιχτά...