Ένας θανατηφόρος ιός θα εξαπλωθεί στο Βόρειο τμήμα της Μεγάλης Βρετανίας. Η ανάλγητη κυβέρνηση θα αποφασίσει να λύσει το πρόβλημα με τον πιο εύκολο τρόπο. Θα χτίσει ένα τεράστιο τοίχος το οποίο θα αποκόψει την Σκοτία από το υπόλοιπο Νησί, και θα αφήσει το βόρειο τμήμα να «πνιγεί» στις αδηφάγες διαθέσεις του ιού-δολοφόνου. Τριάντα χρόνια μετά, όμως, η θανατηφόρα ασθένεια θα πλήξει και τον «υγιή» Νότο, φέρνοντας την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και πάλι σε κατάσταση πανικού. Μοναδική λύση, η αποστολή της ατρόμητης μονόφθαλμης Ίντεν Σινκλέρ (Ρόνα Μίτρα) πέρα από το τοίχος, συνοδευόμενη από μια επίλεκτη ομάδα για την εύρεση της θεραπείας.
Τα πρώτα δέκα λεπτά του «Doomsday», που συνοδεύονται από το φόντο του πλήρους σκότους, τις εικόνες αποκάλυψης και το έντεχνα επιτηδευμένο voiceover είναι και το καλύτερο μέρος της ταινίας. Στη συνέχεια ο Νιλ Μάρσαλ προσπαθεί αφηγηματικά να πατήσει σε τρία διαφορετικά είδη, δηλαδή αυτό της ταινίας δράσης, του sci-fi και του splatter, δίνοντας στο «Doomsday» μια επιπόλαιη και ασύνδετη δομή. Τα ατελείωτα κινηματογραφικά δάνεια που προχωρά ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος και περιλαμβάνουν από μεσαιωνικές επικές αναφορές μέχρι και πανκ-γκοθ κομμάτια, δημιουργούν τελικά ένα άναρχο blockbuster patch. Η κανιβαλιστική Merilyn Manson ατμόσφαιρα της Γλασκώβης είναι σίγουρα κατώτερη από την Χώρα των Ιπποτών, όπου η ερμηνεία του Μάλκολμ ΜακΝτάουελ είναι και ότι καλύτερο έχει να επιδείξει το «Doomsday». Ως προς τη δράση, η Ρόνα Μίτρα θα προσφέρει αφειδώς αίμα και οδηγικό πάθος στο νεαρό κοινό, που προφανώς θα αποτελέσει την πλειοψηφία των θεατών που θα αναζητήσουν extreme Doom καταστάσεις. Δυστυχώς, όμως, το σενάριο που προσπάθησε απεγνωσμένα να συμπεριλάβει όλα τα blockbuster trends μέσα στα 105 λεπτά που διαρκεί το φιλμ, υπονομεύει τη συμπαθητική παραγωγή του.
Γιάγκος Αντίοχος