Θα πίστευε κανείς ότι ένα τόσο πειραγμένο υλικό θα έπαιρνε φωτιά στα χέρια ενός από τους σημαντικότερους στιλίστες του σύγχρονου σινεμά. Αποφασισμένος να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα του κυνικού που του χάρισε η υπερβίαιη τριλογία εκδίκησης, ο Παρκ Τσαν-Γουκ αποφάσισε να αφήσει τη ρομαντική πτυχή του να ευδοκιμήσει στα άγονα εδάφη ενός ασύλου φρενοβλαβών. Ο εικονοκλάστης Κορεάτης, όμως, ενθουσιασμένος από τις ανεξάντλητες δυνατότητες σεναριακών αυθαιρεσιών και οπτικών ακροβασιών που του προσφέρει ο πραγματικός (άσυλο) και φαντασιακός (το μυαλό των ασθενών) χώρος δράσης χάνει τον έλεγχο.
Η τραγική πλευρά του νομίσματος (η πρωταγωνίστρια κόβει τις φλέβες της στην αρχή της ταινίας και αργότερα αργοσβήνει επειδή αρνείται να λάβει τροφή) δεν αναδεικνύει ποτέ την πραγματική της διάσταση, επισκιαζόμενη πάντα από μια κουραστική επίδειξη ασιατικής εκκεντρικότητας και σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Την ίδια στιγμή τα εκθαμβωτικά ειδικά εφέ που θολώνουν την αίσθηση πραγματικότητας των αλαφροϊσκιωτων ηρώων αδυνατούν να απογειώσουν μια ιστορία που ούτως ή άλλως δεν πατάει ποτέ στη γη. Η απεικόνιση των κάθε λογής οραμάτων ξεχειλίζει από ιδέες και οπτικά ευρήματα, δεν καταφέρνει όμως να εμφυσήσει πραγματική ζωή στους χαρακτήρες που μοιάζουν με μαριονέτες καταδικασμένες να περιφέρονται από το ένα ευφάνταστο σκηνικό στο άλλο. Το παραφορτωμένο αποτέλεσμα θυμίζει «Αμελί» και, όπως η μόνιμα απορημένη ηρωίδα του, ξεμένει γρήγορα από μπαταρία.
Θανάσης Πατσαβός