Μια από τις αξιολογότερες συμμετοχές στο περσινό Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ του Βερολίνου είναι ένας πολυπολιτισμικός ύμνος στην ανθρώπινη ουσία, που αρνείται να χωρέσει σε φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές ή γεωγραφικές ταμπέλες.
Το καλοκαίρι του 2005 ο μουσουλμάνος Ουσμάν και η χριστιανή κυρία Σόμερς συναντιούνται στο Λονδίνο, όπου φτάνουν αναζητώντας τα παιδιά τους (εκείνος τον γιό του, εκείνη τη κόρη της), που αγνοούνται μετά τις τρομοκρατικές, βομβιστικές επιθέσεις στα μέσα μεταφοράς της πόλης. Αν και προερχόμενοι από διαφορετικές κουλτούρες, χώρες, γλώσσες και καθημερινότητες οι δύο γονείς ξεπερνούν τις όποιες προκαταλήψεις και συνήθειες τους, γίνονται αληθινοί φίλοι, και οπλίζουν ο ένας τον άλλο με δύναμη και ελπίδα κατά τη πορεία ανακάλυψης της τύχης των απογόνων τους.
Ο Γάλλος από το Παρίσι, Ρασίντ Μπουκαρέμπ, σκηνοθετεί με σεμνότητα την (ασυνήθιστα λιτή, απογυμνωμένη από τις χαρακτηριστικές, υστερικές μανιέρες της) αγγλίδα από το Ράμσγκεϊτ του Κεντ, Μπρέντα Μπλέθιν, και τον (δικαιότατα βραβευμένο με την Αργυρή Άρκτο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, εκκωφαντικά υπόκωφο) αφρικανό από το Μπαμάκο του Μάλι, Σοτιγκούι Κουγιατέ, σε ένα φιλμ που κυλά στο συναίσθημα και διαπερνά τη συνείδηση σαν αθόρυβο αλλά ξέχειλο ποτάμι.
Επιλέγοντας να τοποθετήσει το μυστήριο της εξαφάνισης τον παιδιών στο φόντο της ιστορίας του και την αφήγησή της όχι στους διαλόγους, αλλά σε όσα ανείπωτα στριμώχνονται στις σιωπές, ο Μπουκαρέμπ κάνει σαφείς τις προθέσεις του. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι η κινηματογράφηση ενός αστυνομικού θρίλερ με κοινωνικές ανησυχίες, αλλά η σπουδή της γέννησης μιας ουσιαστικής σχέσης μεταξύ δύο φαινομενικά εντελώς ασύμβατων ανθρώπων. Καθώς αφήνει αναπόφευκτα (αφού μιλούν διαφορετικές γλώσσες) κενά στην επικοινωνία τους με το λόγο εμπλέκει τον θεατή σε μια συναισθηματική και δη ακριβή (αφού κάθε συναίσθημα, όπως η αγάπη ή ο πόνος της απώλειας, είναι εξίσου γνώριμο σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με όποια λέξη κι αν περιγράφεται) ανάγνωση των ισχυρών, περίπλοκων δεσμών που δημιουργούνται μεταξύ τους, ενώ ρίχνοντας σταδιακά, ρεαλιστικά και υπομονετικά φως στις αιτίες και στην έκβαση αυτών των δεσμών χτίζει ένα ανορθόδοξο, ακαταμάχητα συγκινητικό σασπένς.
Στο βουβό, ανοχύρωτο τέλος του φιλμ αυτό που έχει σημασία είναι ο κοινός τόπος που ανακαλύπτουν (φευγαλέα ή για πάντα;) αυτοί οι δύο αβάσταχτα οικείοι χαρακτήρες. Και αφού πέσουν οι τίτλοι, ανοίξουν τα φώτα τις αίθουσας και, επιστρέφοντας στην πραγματικότητα, η ορμή του συναισθήματος καταλαγιάσει, το ποτάμι φτάνει μοιραία στη λογική, πλημυρίζοντας την με διαχρονικές, αλλά και πιο επίκαιρες από ποτέ αιτήσεις για συνύπαρξη, ανεκτικότητα, μοίρασμα και συναντήσεις στο? ανάμεσα.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ