Λίβανος

15.01.2010
Τέσσερις Ισραηλινοί στρατιώτες ξεκινούν για μία αποστολή ρουτίνας σε ένα τανκ, την πρώτη μέρα του πολέμου στον Λίβανο, τον Ιούνιο του 1982. Έχουν διαταγές να συνοδέψουν μία μονάδα αλεξιπτωτιστών σε ένα ήδη βομβαρδισμένο από αέρος, άρα θεωρητικά ακίνδυνο, χωριό. Ωστόσο, η ρουτίνα γρήγορα ανατρέπεται στον δρόμο, όταν ένας αλεξιπτωτιστής σκοτώνεται εξαιτίας της αμηχανίας του πυροβολητή του τανκ να απαντήσει στα πυρά ενός εχθρικού αυτοκινήτου. Επιπλέον, καταλήγουν σε λάθος χωριό, αρχίζουν να στοχεύουν σε άοπλους πολίτες, αγνοώντας πως πρόκειται για ομήρους τρομοκρατών, και ακινητοποιούνται με το τανκ μετά τη σφαγή, περιμένοντας μάταια νέες διαταγές...

Ωστόσο, η ρουτίνα γρήγορα ανατρέπεται στον δρόμο, όταν ένας αλεξιπτωτιστής σκοτώνεται εξαιτίας της αμηχανίας του πυροβολητή του τανκ να απαντήσει στα πυρά ενός εχθρικού αυτοκινήτου. Επιπλέον, καταλήγουν σε λάθος χωριό, αρχίζουν να στοχεύουν σε άοπλους πολίτες, αγνοώντας πως πρόκειται για ομήρους τρομοκρατών, και ακινητοποιούνται με το τανκ μετά τη σφαγή, περιμένοντας μάταια νέες διαταγές... Κανένας πόλεμος πουθενά δεν μπορεί να είναι βόλτα πρωινή, μας λέει ο Ισραηλινός σκηνοθέτης Σαμουέλ Μαόζ, βασισμένος στις δικές του βιωματικές μνήμες ως στρατιώτης στον πόλεμο του Λιβάνου, παρά μια ντε φάκτο κάθοδος στην κόλαση, όπου τίποτα δεν υπακούει στη λογική, την αναπόφευκτα συγκεχυμένη από την κλιμακούμενη αποστροφή και τον φόβο.


Το γεγονός ότι κανένα από τα υποκείμενα που ενδίδουν βαθμιαία σ’ αυτόν τον παραλογισμό δεν αναλύεται επαρκώς, να ηχεί ίσως ως αδυναμία του φιλμ, αντιλαμβάνεσαι, ωστόσο, λίγο μετά την πρώτη ώρα, πως πρόκειται για επιλογή του Μαόζ πολύ συγκεκριμένη, που υπαγορεύεται τόσο από τον θεματικό του πυρήνα όσο και από την αισθητική του.


Οπου πυρήνας το ανθρώπινο ένστικτο και οι μηχανισμοί λειτουργίας του υπό καθεστώς αφόρητης πίεσης και πέρα από εθνικές, ιδεολογικές, ακόμα και ηθικές, ιδιαιτερότητες (εξ ου και δεν υπάρχουν πουθενά στην ταινία συμπάθειες ή κρίσεις προς καμία κατεύθυνση), και αισθητική, εκείνη ενός κλειστοφοβικού θρίλερ αγωνίας, μια και ολόκληρο το φιλμ διαδραματίζεται εντός του πρωταγωνιστικού τανκ και η δράση ξετυλίγεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το σκόπευτρο (το υποκειμενικό βλέμμα) του πυροβολητή.


Και παρά τις μικροαντιρρήσεις μας σε μία ή δύο σύντομες σκηνές που αποκλίνουν στη χαρακτηρολογία (εξομολογήσεις και συναισθηματισμοί ανάμεσα στους στρατιώτες σε σημεία ακινητοποίησης της πολεμικής δράσης), η μεγάλη επιτυχία του «Λιβάνου» θα λέγαμε πως έγκειται στην τέλεια όσμωση αυτών των δύο, θέματος και αισθητικής, σωστότερα στην επάρκεια έκφρασης ενός προβληματισμού με όρους πρωτίστως τεχνικούς - πόσω μάλλον όταν ξέρουμε πως η ταινία πήρε χρόνια να στηθεί λόγω άρνησης πολλών παραγωγών να επενδύσουν σε ένα τόσο δύσκολο, ριψοκίνδυνο γύρισμα μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός αληθινού τανκ. Εκείνοι που πήραν το ρίσκο, πάντως, ανταμείφθηκαν με διθυράμβους στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας - και τον Χρυσό Λέοντα διά χειρός του προέδρου της κριτικής επιτροπής Ανγκ Λι.

Ο «Λίβανος» σηματοδοτεί την τρίτη συνεχόμενη χρονιά που το ισραηλινό σινεμά φέρνει στο διεθνές προσκήνιο τον πόλεμο στον Λίβανο μετά τις ταινίες «Μποφόρ» του Ζοζέφ Σεντάρ και «Βαλς με τον Μπασίρ» του Αρι Φόλμαν, που αμφότερες είχαν προταθεί για ξενόγλωσσο Οσκαρ.


ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ