Επτά χρόνια πυρετώδους προετοιμασίας, τρεις χώρες πρωταγωνίστριες στην ακριβή παραγωγή, γυρίσματα σε φυσικές τοποθεσίες, διεθνές επιτελείο ηθοποιών. Μεγάλο το στοίχημα για μία από τις πιο πολυσυζητημένες ελληνικές δημιουργίες της νέας σεζόν. Η Δέσποινα Παυλάκη συνάντησε τον Γιάννη Σμαραγδή για να δώσει την τελική ετυμηγορία. Και τον ρώτησε...
Για τον πρωταγωνιστή του: «Λέγεται Νικ Ασντον, τον είδα δύο μήνες πριν τελειώσει τις σπουδές του στη RADA (Royal Academy of Dramatic Art) να παίζει Τσέχοφ σε μια παράσταση της σχολής του, που εμφανώς τον προόριζε για σταρ. Κάναμε μια οντισιόν, αν και εγώ είχα καταλήξει ήδη, αλλά είχα μεγάλη αγωνία για το αν θα ήταν διαθέσιμος την εποχή που τον χρειαζόμουνα. Το θετικό για την ταινία είναι ότι επειδή είναι τελείως άγνωστο πρόσωπο, ο θεατής θα ταυτίσει μέσα του τον ηθοποιό με το ρόλο και όχι μ ένα σταρ. Για το κοινό ο Ασντον θα είναι ο Greco».
Για την ανάγκη του να κάνει αυτή την ταινία: «Το ερώτημα είναι τι θα συνέβαινε αν δεν έκανα την ταινία... Είχα βάλει ένα όριο στον εαυτό μου. Στο Ηράκλειο της Κρήτης, απ όπου κατάγομαι, υπάρχει ένα ψηλό κτίριο, το Μέγαρο Πιτάκη, που όταν ο ιδιοκτήτης του το έχασε στα ζάρια, ανέβηκε στον τελευταίο όροφο και αυτοκτόνησε. Απ το ίδιο σημείο θα έπεφτα κι εγώ! Δεν θα είχε νόημα η ζωή μου αν δεν έκανα αυτή την ταινία».
Για τα γυρίσματα: «Πέρασα υπέροχα κάνοντας αυτή την ταινία γιατί την έκανα για να την ευχαριστηθώ. Αυτό έλεγα και στους συνεργάτες μου κάθε φορά που πήγαινε να γίνει κάτι: Αν δεν την ευχαριστηθούμε εμείς, πώς θα την ευχαριστηθούν οι θεατές; Εχω την αίσθηση πάντως ότι δεν την έχω σκηνοθετήσει εγώ. Εγώ είμαι απλά αυτός που δεχόταν τις εντολές. Και όλη η αγωνία μου ήταν για το αν θα ήμουν αντάξιος της εντολής που μου δόθηκε. Ηταν ένα χρέος που έπρεπε να το εκπληρώσω ανεξάρτητα από το τίμημα. Δεν ήταν μια προσωπική υπόθεση».
Για τη σχέση του σκηνοθέτη με το έργο του: «Δεν είναι δικιά μας η ζωή. Εμείς δεν είμαστε παρά εξαρτήματα των έργων μας. Εγώ, για παράδειγμα, έκανα τον «Καβάφη». Ο «Καβάφης» όμως είναι αυτός που με ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο με το έργο του, χάρη στα φεστιβάλ. Δεν τον πήγαινα εγώ. Από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια μας είναι αυτοδύναμο και ίσως ισχυρότερο από εμάς. Οπως μου είχε πει τότε κι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, δεν υπάρχει λόγος να αγωνιάς για το έργο σου γιατί απ τη στιγμή που φεύγει από σένα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι αυτό. Μόνο αυτό μπορεί να κάνει για σένα»!
Για την παραγωγή: «Η ταινία κόστισε 7.000.000 ευρώ, είναι η μεγαλύτερη παραγωγή που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Τα γυρίσματα κράτησαν τρεις μήνες, εκτός από μερικά συμπληρωματικά που έγιναν αργότερα γιατί περιμέναμε κάτι φτερά αγγέλων -ειδική κατασκευή από την Ισπανία- που άργησαν δύο μήνες. Παρ όλα αυτά, δεν έχει κλείσει ακόμα ο προϋπολογισμός, υπάρχουν ακόμα χρέη. Αλλά πάντα συνέβαινε κάτι τελευταία στιγμή και τα προβλήματα αυξάνονταν. Τα περισσότερα θέματα που αφορούσαν την ταινία λύθηκαν με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό».
Για τη Δήμητρα Ματσούκα: «Η παραγωγή είναι ελληνο-ισπανο-ουγγαρέζικη. Ηταν να μπούνε και οι Ιταλοί, αλλά αποσύρθηκαν γιατί ήθελαν να παίξει μια Ιταλίδα το ρόλο της Φρανσέσκα κι εγώ πήρα τη Ματσούκα. Είναι ένα πολύ ωραίο κορίτσι και πολύ καλή ηθοποιός, ένα ερωτικό πλάσμα που λάμπει στον φακό. Είπα λοιπόν, γιατί να μην πάρω μια Ελληνίδα σε μια ταινία που θα είχε τη δυνατότητα να γίνει διεθνής υπόθεση»;
Για τον ελληνικό κινηματογράφο: «Ο Σακελάριος βρήκε την αθωότητα τον καιρών του και την έκανε πρόταση. Αυτό λοιπόν έβγαλε μια υγεία. Αν δεις τον ελληνικό κινηματογράφο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι άρρωστος. Δεν υπάρχει ψυχική ανάταση. Κι όμως, τα έργα που μας συνταράσσουν και μας κάνουν καλύτερους, είναι αυτά που μας στέλνουν πάνω από τον εαυτό μας - είτε είναι ελληνικά προϊόντα είτε είναι ξένα. Απλά τα δικά σου τα αποζητάς περισσότερο. Ας ελπίσουμε ότι οι αυριανοί κινηματογραφιστές θα είναι καλύτεροι από εμάς».