Τριάντα και κάτι ταινίες, δυο βιβλία, δυο σκηνοθετικές δουλειές, ένας αποτυχημένος γάμος και στο μέσο όλων αυτών ένας νεαρός που εξακολουθεί να ονειρεύεται μια ξένοιαστη ζωή. Μήπως όμως έφτασε η ώρα να μεγαλώσει οριστικά ο Ιθαν Χοκ;
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
Με μερικούς ανθρώπους αισθάνεσαι πως μεγαλώνεις σχεδόν ταυτόχρονα. Μπορεί να μην τους γνωρίζεις, οι δρόμοι σας να μην διασταυρωθούν ποτέ, νιώθεις, παρ όλα αυτά, να σε συνδέει κάτι μαζί τους. Ο Ιθαν Χοκ δεν υπήρξε ποτέ αγαπημένος μου ηθοποιός. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι τον θεωρούσα ανέκαθεν αντιπροσωπευτικό celebrity εκπρόσωπο της γενιάς μου. Ο Ιθαν κέρδισε την προσοχή όλων στον Κύκλο Των Χαμένων Ποιητών. Από εκεί και έπειτα, δρομολόγησε μια πολυσχιδή πορεία, αποφεύγοντας συστηματικά τα καλέσματα του Χόλιγουντ για να κυνηγήσει τη μεγάλη εναλλακτική περιπέτεια. Πολύ κοντά στο πνεύμα των αγαπημένων του τυχοδιωκτών λογοτεχνών, ο Χοκ ονειρεύτηκε μια μποέμικη θεώρηση της ζωής την οποία προσπάθησε να μετατρέψει σε καριέρα. Πέρασε το 80 διανύοντας την απόσταση από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Αμέσως μετά έγινε επώνυμη σημαία της generation x, χάρη στον ρόλο του slacker αντιρρησία στο Νέοι, Ωραίοι Και Ανεργοι. Με το Πριν Το Ξημέρωμα εξέφρασε τις ρομαντικές ανησυχίες μιας γενιάς την οποία οι περισσότεροι κατηγορούσαν για εγωκεντρισμό και κυνισμό. Ακολούθησε μια περίοδος αφοσιωμένη σε ανεξάρτητες δημιουργίες, προτού ενδώσει προσωρινά στο φλερτ του Χόλιγουντ και οδηγηθεί σε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ β* αντρικού ρόλου με την Ημέρα Εκπαίδευσης.
Εκείνη περίπου την περίοδο, ο ηθοποιός διάλεξε να δοκιμάσει τις ικανότητές του στη σκηνοθεσία. Το πειραματικό Chelsea Walls, που ελάχιστοί είδαν και σε ακόμη λιγότερους άρεσε, επιβεβαίωσε αν μη τι άλλο τις δημιουργικές του ανησυχίες. Κάτι που επαληθεύτηκε όταν ο Χοκ δημοσίευσε το πρώτο του συγγραφικό πόνημα. Οσοι έψαχναν μια αφορμή για να του επιτεθούν, τη βρήκαν με την «Καυτή Κατάσταση». Το βιβλίο δέχτηκε τα ειρωνικά πυρά μιας μερίδας επικριτών για τους οποίους ένας ηθοποιός δεν επιτρέπεται να καταπιάνεται με οτιδήποτε διαφορετικό, πόσο μάλλον όταν τυχαίνει να έχει το ελκυστικό προφίλ του Ιθαν Χοκ. Εκείνος απάντησε στον οργανωμένο θόρυβο με δυο τρόπους: αφενός συνέχισε πεισματικά τη λογοτεχνική του απόπειρα με το συγκριτικά καλύτερο «Αsh Wednesday», αφετέρου πήρε το αμφιλεγόμενο μυθιστορηματικό του ντεμπούτο και το μετέτρεψε μόνος του σε ταινία, προβάλλοντάς την στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας. Το κλείσιμο της φετινής χρονιάς τον πετυχαίνει να συνεργάζεται ξανά με τον αγαπημένο του σκηνοθέτη και φίλο, Ρίτσαρντ Λινκλάτερ (και όχι Λινκλέιτερ, όπως σπεύδει να μου επισημάνει).
Το Fast Food Nation μεταχειρίζεται μυθοπλαστικά το πολυσυζητημένο ομότιτλο βιβλίο του Ερικ Σλόσερ και ο Χοκ είναι παθιασμένος με το αποτέλεσμα. «Ακούς συχνά ανθρώπους να λένε ότι δεν θα μπορούσαν με τίποτα να κάνουν τη διαφορά σε αυτό τον κόσμο» παραδέχεται. «Τους καταλαβαίνω. Δεν μπορείς να γίνεις ο επόμενος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ούτε μπορείς να σταματήσεις τον πόλεμο στο Ιράκ. Αν τύχει και γνωρίσεις ένα τουλάχιστον πρόσωπο που δεν ψεύδεται, στο πίσω μέρος του μυαλού σου ξέρεις ότι ήδη ένας άνθρωπος προσπαθεί να κάνει τη διαφορά. Κάπως έτσι νιώθω γι αυτή την ταινία. Ξέρω ότι είναι μάλλον παράλογο να περιμένει κάθε θεατής στην Αμερική να επενδύσει το Σαββατόβραδό του για να δει ένα φιλμ που καυτηριάζει τις βιομηχανίες φαγητού της χώρας. Μπορώ, παρ όλα αυτά, να εγγυηθώ ότι αξίζει τον κόπο».
Ο συνδυασμός των δυο ταινιών έρχεται να κλείσει ευχάριστα ένα εξαιρετικά δύσκολο διάστημα στην προσωπική του ζωή. Το διαζύγιό του με την Ούμα Θέρμαν έστρεψε την πλειοψηφία του Τύπου για πρώτη φορά εναντίον του, η αδιακρισία των κουτσομπολίστικων φυλλάδων παραβίασε την καλά φυλαγμένη ιδιωτική ηρεμία του, ενώ ορίστηκε τα δυο του παιδιά να μοιράζουν τον χρόνο τους ανάμεσα σε δυο σπίτια. «Μερικές φορές πρέπει να φας λίγα σκατά» μου εξομολογείται. «Αυτή είναι μια από τις αγαπημένες μου ατάκες στο Fast Food Nation. Ισως, επειδή βρίσκει τόσες εφαρμογές στη ζωή». Κοιτάζω τις ρυτίδες στο μέτωπό του, καθώς μου μιλάει. Μαρτυρούν ότι ο Χοκ μεγάλωσε. Εγινε πλέον ένας ήρεμος 35άρης. Με τις απογοητεύσεις, τις ατομικές ήττες, αλλά και μια ζωογόνο προσμονή για τα όσα πρόκειται να έρθουν.
Γράφεις, παίζεις, σκηνοθετείς. Ικανοποιεί κάποιο απωθημένο τόση εργασιομανία;
Για κάποιον αλλόκοτο λόγο νιώθω ότι πρέπει να ασχολούμαι αδιάκοπα με κάτι. Ειδάλλως θεωρώ τον εαυτό μου άχρηστο. Με έχει βοηθήσει, παρ όλα αυτά, πολύ αυτή η υπερδιέγερση. Με έσπρωξε να γίνω σταδιακά καλύτερος ηθοποιός.
Παίρνοντας αφορμή από τη μουδιασμένη υποδοχή στο πρώτο σου βιβλίο, αναρωτιέμαι: πόσο ευάλωτος είσαι απέναντι στην σκληρή κριτική;
Προσπαθώ να τηρώ αποστάσεις από όσα γράφονται για μένα, επειδή πιστεύω ότι είναι δικαίωμα καθενός να υποστηρίζει τη γνώμη του. Θεωρώ όμως ότι αν είμαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνω, θα μπορέσω να αντέξω και τις πιο αυστηρές κρίσεις. Δεν ήταν δική μου δουλειά να κρίνω αν το βιβλίο μου ήταν καλό ή κακό. Δική μου δουλειά ήταν να προσπαθήσω να παραμείνω αληθινός.
Σε ενοχλεί η αποδοκιμασία;
Χρειάζεται να είσαι διατεθειμένος να αποτύχεις μερικές φορές. Να σπάσεις ενίοτε τα μούτρα σου, για να καταλάβεις ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν χρωστάει να σε κολακεύει και να σου λέει διαρκώς πόσο υπέροχος είσαι. Εμένα μου συνέβη και είμαι ευγνώμων για την επιφοίτηση αυτή.
Ποιο θεωρείς ότι ήταν το αποφασιστικό βήμα στην τροπή που επρόκειτο να πάρει η μετέπειτα καριέρα σου; Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ, ίσως;
Κοίταξε. Αυτή η ταινία σήμανε, καταρχάς, πολλά για τη δική μου γενιά. Εμένα προσωπικά με πέτυχε στην καθοριστική εκείνη στιγμή όπου προσπαθούσα να βρω τι ήθελα να κάνω με το μέλλον μου. Το να βρίσκομαι στα δεκαοχτώ και να ακούω πράγματα όπως «άδραξε τη μέρα» για τους τέσσερις μήνες που κράτησαν τα γυρίσματα δούλεψε, όπως και να το κάνεις, καταλυτικά επάνω μου. Ακόμη κι αν η ταινία δεν είχε συναντήσει ποτέ τόση απήχηση, δεν θα μπορούσα να αρνηθώ την σφοδρή επίδρασή της.
Ποια στάση είχες αποφασίσει να κρατήσεις στην περίπτωση που γινόσουν διάσημος;
Ποτέ δεν ήθελα να γίνω σταρ και ουδέποτε το επιδίωξα. Θα μπορούσα να είχα παίξει το χαρτί μου σαφώς καλύτερα, αλλά δεν το ήθελα. Νιώθω τελικά ικανοποιημένος που τα πράγματα συνέβησαν με έναν πιο αργό και ήρεμο τρόπο για μένα.
Τι είναι αυτό που βρίσκεις ενοχλητικό στο θέμα της διασημότητας;
Το ότι σε σπρώχνει να γίνεις πόρνη για να απολαύσεις λίγη παραπάνω προσοχή. Δεν είμαι άνθρωπος στον οποίο αρέσει κάτι τέτοιο. Προτιμώ μετά από τη συμμετοχή μου σε κάποιο φεστιβάλ να γυρίζω σπίτι, να κλείνω την πόρτα πίσω μου και να μένω ολομόναχος με τη σιωπή μου. Μπορεί να με πιάνει κατάθλιψη για δυο περίπου εβδομάδες, αλλά έτσι έχω συνηθίσει.
Τι αισθάνεσαι ότι έχει αλλάξει ριζικά στον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τα πράγματα από τότε που ήσουν πιο νέος;
Οταν ήμουν νεότερος έτρεμα το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας. Τώρα το καλοδέχομαι. Οταν ήμουν νεότερος, εμπιστευόμουν πιο πολύ τις παρορμήσεις μου. Τώρα είμαι πιο ψύχραιμος. Οταν ήμουν νεότερος, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να βγάλω από μέσα μου και να δώσω όση περισσότερη αλήθεια μπορούσα. Με τα χρόνια διαπίστωσα ότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον ανοησία μου.
Γιατί το πιστεύεις αυτό;
Απλούστατα επειδή καθένας εκεί έξω τείνει να ερμηνεύει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Το έχω εξακριβώσει στα όσα γράφονται κατά καιρούς για μένα. Από ένα σημείο και έπειτα εγκατέλειψα, λοιπόν, κι εγώ, προσπαθώντας απλά να κάνω καλά τη δουλειά μου.
Οι πιο πολλοί άνθρωποι μετρούν την επιτυχία σε χρήμα. Εσύ πόσα χρήματα νιώθεις ότι χρειάζεσαι για να κάνεις τα πράγματα που σε ενδιαφέρουν;
Χρειάζομαι χρήματα για να πληρώνω την πρώην γυναίκα μου. Αυτό είναι το μοναδικό έξοδο που δεν μπορώ να αγνοήσω. Υπάρχει όμως ένα γνωμικό στο οποίο πιστεύω πολύ. Λέει, πως ο μοναδικός ορισμός της επιτυχίας είναι το πόσο καλά μπορείς να χειριστείς την απογοήτευσή σου...
Υπάρχει κάποιος μακροπρόθεσμος σκοπός στη ζωή σου;
Ξέρεις τι θα ήθελα; Να είμαι 75 ετών και να μπορώ ακόμη να κάθομαι σε ένα τραπέζι με δημοσιογράφους. Ενα από τα πράγματα για τα οποία περηφανεύομαι είναι το γεγονός ότι το 1989 βρισκόμουν πάλι στις Κάννες, καθόμουν σε ένα τραπέζι όπως αυτό και μιλούσα με δημοσιογράφους για τον Κύκλο Των Χαμένων Ποιητών. Το γεγονός ότι εξακολουθώ να βρίσκομαι εδώ αποτελεί για μένα κατόρθωμα...