Διάβαζα τις προάλλες το εξαιρετικό editorial του «Sight And Sound» Μαρτίου, όπου ο διευθυντής του περιοδικού Νικ Τζέιμς αναρωτιόταν αν η σκηνοθεσία μπορεί να υποκαταστήσει την απουσία της αφήγησης. Αν και λατρεύω το αφηγηματικό σινεμά, η δική μου απάντηση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ναι.
Η Κινέττα είναι άλλωστε περισσότερο μια κατάσταση παρά μια ιστορία, ό,τι αναδίνει η βαθιά αίσθηση ενός τόπου -το ομώνυμο παρακμιακό και εκτός σεζόν θέρετρο-, τα άδεια δωμάτια ενός ξενοδοχείου, τα προσωπικά αντικείμενα των απόντων θυμάτων. Θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις «performance μέσα στην performance», χωρίς καμία μουσική υπόκρουση, με την κάμερα στο χέρι να ακολουθεί από κοντά τους τρεις ηθοποιούς της. Ελάχιστα παραπάνω θα μάθουμε για τους τρεις χαρακτήρες που φαίνονται να επικοινωνούν μέσα από τη διαμεσολάβηση της αναπαράστασης της ζωής ή καλύτερα του θανάτου των άλλων. Στο κάτω κάτω, αυτό δεν κάνουμε σε κάθε σκοτεινή αίθουσα;
Αν τώρα όλα αυτά ακούγονται λίγο «βαριά», είναι εξίσου εκκεντρικά κωμικά και είμαι σίγουρος ότι ο Γιώργος Λάνθιμος διασκέδασε με το μοναδικό του τρίο όσο και ο κεντρικός του ήρωας αστυνομικός, σκηνοθετώντας τις δικές του ανεπίλυτες, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε, ιστορίες. Η Κινέττα είναι τελικά μια μικρή συνωμοσία ηδονής ανάμεσα στις κορυφές ενός ανορθόδοξου τριγώνου και δυνητικά μια ακόμη μεγαλύτερη ανάμεσα σε εσάς και τις παράξενες εικόνες της.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΔΑΜΙΔΗΣ