Ο Ιταλός κινηματογραφιστής Αντρέα Σέγκρε και ο μουσικός Βινίτσιο Καποσέλα επισκέπτονται την Αθήνα το καλοκαίρι του 2012. Στη χώρα μας τους φέρνει ο ενθουσιασμός τους για το ρεμπέτικο τραγούδι, γι' αυτό και αποφασίζουν να αναζητήσουν τα ίχνη αυτού του μοναδικού μουσικού είδους, διερευνώντας παράλληλα τι είναι αυτό που το συνδέει ιστορικά με εποχές δεινές, ανάλογες με τη σημερινή.
Ο Σεγκρε, ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του νέου ιταλικού σινεμά, με σημαντική πορεία στο χώρο του κοινωνικού ντοκιμαντέρ, κόλλησε το «μικρόβιο» του ρεμπέτικου από τον Καποσέλα, τον οποίο και αποφάσισε να βάλει μπροστά από την κάμερα δίνοντάς του το διπλό ρόλο του περιηγητή-αφηγητή.
Υποδυόμενος τον ρεμπέτη, τον περιπλανώμενο «αλήτη», ο Καποσέλα περιδιαβαίνει τις γειτονιές της παλιάς Αθήνας, το Μοναστηράκι, το Ψυρρή, τον Κολωνό, για να φτάσει ως τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη. Στα μέρη αυτά γνωρίζει ρεμπέτες της παλιάς και της νέας γενιάς, μεταξύ των οποίων τους Μανώλη Πάππο, Ντίνο Χατζηιορδάνου, Βασίλη Κορακάκη, Δημήτρη Κοντογιάννη, Θεοδώρα Αθανασίου και Καίτη Ντάλη.
Κάποιοι απ’ αυτούς τού εμπιστεύονται μνήμες, σκέψεις και ιστορικά στοιχεία γύρω από το ρεμπέτικο, τις συνθήκες που το γέννησαν και τους συνθέτες που το απογείωσαν, σαν τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη. Με άλλους πάλι μοιράζεται νότες αγαπημένες που ξεπηδούν από το χθες και το σήμερα ενός μουσικού είδους που παραμένει επίκαιρο, φλερτάροντας πια με τον ένα αιώνα ζωής.
Το πλημμυρισμένο από αξεπέραστες στο χρόνο πενιές «Indebito», ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα ακόμα μουσικό ντοκιμαντέρ. Ή, τουλάχιστον, δεν προέκυψε τέτοιο, ανεξάρτητα από τις όποιες αρχικές προθέσεις του δημιουργού του. Η παρουσία του Σέγκρε εδώ κατά τη διάρκεια των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 2012, εν μέσω μίας κρίσης τόσο οικονομικής όσο και ανθρωπιστικής που τον καιρό εκείνο τραβούσε ελέω και των πολιτικών εξελίξεων τα βλέμματα της υπόλοιπης Ευρώπης πάνω της, καθόρισε αποφασιστικά τη στόχευση του πονήματός του.
Το «Indebito» παίρνει ως αφορμή ένα μουσικό είδος που γεννήθηκε μέσα σε εξαιρετικά δύσκολους καιρούς (βλ. ενδεικτικά Μικρασιατική Καταστροφή) και άνθισε στις ανήλιες χαραμάδες της τότε κοινωνίας, έχοντας για χώμα του ανθρώπους του περιθωρίου. Στον πυρήνα του, ωστόσο, εκείνο που διερευνά ο Σέγκρε είναι το είδος της συνάφειας ανάμεσα στην κρίση του χθες και του σήμερα με τη ρεμπέτικη μουσική. Στην κατακλείδα αυτής της περισσότερο κοινωνικής φύσεως εξερεύνησης παρά ιστορικής, βρίσκεται το «αιώνιο» ερώτημα κατά πόσο η τέχνη αποτελεί ένα ελπιδοφόρο παράγωγο των κατά καιρούς κρίσεων και άρα ένα μέσο διαφυγής από αυτές.
Υπάρχουν στιγμές στο «Indebito» όπου δείχνει να εκβιάζεται η σύνδεση ανάμεσα στη μακρόχρονη παράδοση του ρεμπέτικου και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αλλού πάλι, ορισμένες αναφορές στη σημερινή κρίση εγκλωβίζονται φανερά στην παγίδα της κοινοτοπίας.
Επίσης, ο χαμηλόφωνος αφηγητής-περιηγητής Καποσέλα φέρνει κάπως στο νου τον Νάνι Μορέτι και το αξέχαστο «Αγαπητό μου Ημερολόγιο» (1993), με τις συγκρίσεις, ωστόσο, στο σημείο αυτό να μην ευνοούν ακριβώς το εγχείρημα του Σέγκρε. Σε αυτές τις κατά τόπους αστοχίες του ντοκιμαντέρ του Σέγκρε προστίθεται και το θεματικά ασύνδετο, σύντομο πέρασμα του Ψαραντώνη κατά το φινάλε.
Ανεξάρτητα όμως από τις επιμέρους αδυναμίες του, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς στο «Indebito» πως είναι μία απολύτως ταξιδιάρικη σε ήχους και εικόνες δημιουργία, η οποία, απαλλαγμένη από τη συναισθηματική μέγγενη της νοσταλγίας, επιχειρεί να εξετάσει το ρεμπέτικο -και κατ’ επέκταση την ίδια την ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση- μέσα από τη σκοπιά της μήτρας του, που δεν είναι άλλη από την ίδια την κοινωνία.