Τέσσερις ταινίες μετά, η κινηματογραφική σειρά του «Λυκόφωτος» δύσκολα θα κάνει καινούριους εχθρούς ή φίλους. Ο καθένας έχει πάρει εδώ και καιρό τη θέση του στο στρατόπεδό του και ξέρει αν αυτή είναι μια ταινία που πρόκειται να δει ή να κοροϊδέψει από μακριά, και οι δύο πλευρές με πάθος που συνήθως συναντά κανείς για εθνικές εδαφικές διαφορές, και όχι για λογοτεχνικά και κινηματογραφικά υπο-προϊόντα.
Οι ελπίδες για βελτίωση της ποιότητας της σειράς είχαν πεθάνει κάπου ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη ταινία και η απόφαση να χωριστεί το τελευταίο βιβλίο σε δύο ταινίες παραμένει αδικαιολόγητη. Το δεύτερο μέρος της «Χαραυγής», όμως, είναι περιέργως η μόνη ταινία της σειράς που θα μπορούσε να ανεχτεί περισσότερο και ένας μη φαν, μακράν το πιο δραστήριο και λιγότερο νερόβραστο κεφάλαιο της σειράς το οποίο αφήνει ενίοτε την χαμηλότονη σοβαροφάνεια για να ακολουθήσει την εξωφρενική εξέλιξη της πλοκής.
Η Μπέλα ξυπνά από το κώμα ως μια υπερενεργητική, δυνατή, γρήγορη και αποφασιστική βρικόλακας με αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση και χρησιμότατο κληρονομικό χάρισμα. Πριν όμως χαρεί λίγο τη ζωή με τον άντρα της και τη νεογέννητη κόρη της, που ως μισό βρικολακάκι μεγαλώνει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, πρέπει να την προστατέψει ενάντια στην απειλή των Βολτούρι (κάτι σαν την αριστοκρατία του είδους) που θεωρούν ότι η μικρή αποτελεί κίνδυνο.
Το διασκεδαστικό είναι ότι αυτή τη φορά η ίδια η ταινία μοιάζει να συμμερίζεται τα συναισθήματα των επικριτών της συγγραφέως Στέφανι Μέγιερ, αγνοώντας με χαρακτηριστική επιμονή τις πιο ανόητες από τις εμπνεύσεις της και ταυτόχρονα παρεκκλίνοντας τολμηρά στο τελευταίο μισάωρο για να επιλύσει τα δεδομένα δομικά προβλήματα του φινάλε του βιβλίου.
Έτσι, είτε επειδή είναι η τελευταία ταινία και πραγματικά δεν τους νοιάζει πια, είτε επειδή τις εισπράξεις τις έχουν σίγουρες, μερικές παρηγορητικές στιγμές τρυπώνουν στην κατά τα άλλα ανιαρή αναπαράσταση σκηνών του βιβλίου. Το ζευγάρι που πέρασε τρεισήμισι ταινίες στα προκαταρκτικά, έχει την ευκαιρία να φερθεί σαν φυσιολογικό ζευγάρι χωρίς σεμνοτυφίες, η Κρίστεν Στιούαρτ ως παντοδύναμη πια Μπέλα καταφέρνει να ξεφορτωθεί κάπως το αιώνια ζορισμένο ύφος και να εκφράσει συναίσθημα, δίνοντας στα κακόμοιρα τα χείλια της ένα πολύτιμο διάλειμμα, και οι βρικόλακες έχουν επιτέλους την ευκαιρία να φερθούν σαν τα θανάσιμα πλάσματα που είναι.
Σοφή και η απόφαση να θιγεί ελάχιστα η όλη γελοιότητα της (εντελώς περίεργης, όσο κι αν πασχίζει το βιβλίο να το δικαιολογήσει) ξαφνικής αγάπης μεταξύ του Τζέικομπ και του νεογέννητου ημιαθάνατου μωρού της καλύτερης του φίλης με την οποία ήταν ερωτευμένος μέχρι να δει το βρέφος στο οποίο βρίσκει το ριζικό του.
Κάποια πράγματα βέβαια δεν αλλάζουν: η ιστορία εξακολουθεί να είναι αδιανόητα ανώδυνη όσο και να προσπαθεί απεγνωσμένα να δημιουργήσει σασπένς, και η αφέλειά της δεν είναι πια ούτε στο ελάχιστο χαριτωμένη τώρα που οι εφηβικές, εμμονικές της χροιές έχουν ξεθωριάσει και αντικατασταθεί με σαπουνοπερικούς γάμους, εγκυμοσύνες και άλλες «ανατροπές». O Πάτινσον και o Λότνερ, που έχουν ελάχιστα να κάνουν αφού το θέμα του ερωτικού τριγώνου δεν υπάρχει πια, είναι στον αυτόματο πιλότο, οι υπόλοιποι δεύτεροι χαρακτήρες μοιάζουν έτοιμοι για ύπνο και τα ψηφιακά εφέ, ιδιαίτερα στην ανατριχιαστικά ψεύτικη βρεφική φάση της Ρενέζμε, είναι αδικαιολόγητα ερασιτεχνικά για μια τέτοια παραγωγή.
Ξέροντας όμως τι έχει προηγηθεί, είσαι ευγνώμων ακόμη και για αυτά τα ψίχουλα - να ζήσουν τα παιδιά αλλά μακριά από εμάς.