Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι

06.11.2012
Μπορεί ο Θεός να αγαπάει πράγματι το χαβιάρι, σίγουρα όμως δεν θα κάνει το ίδιο και για το προβληματικό ιστορικό έπος που εμπνεύστηκε ο Γιάννης Σμαραγδής από την περιπετειώδη ζωή του Ιωάννη Βαρβάκη.
Σε όλη την διάρκεια της μέχρι τώρα κινηματογραφικής του καριέρας, ο Γιάννης Σμαραγδής έχει αποδείξει με σαφήνεια δύο πράγματα: Πρώτον ότι είναι ένας δημιουργός στον οποίο αρέσει να καταπιάνεται με μεγαλεπήβολες θεματικές και να αναμετριέται με φιλόδοξα φιλμικά σχέδια. Δεύτερο και σημαντικότερο, ότι ως σκηνοθέτης δυσκολεύεται μονόμως να τα φέρει εις πέρας. Φρέσκο από την (ας είμαστε ειλικρινείς) μουδιασμένη πρεμιέρα του στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Τορόντο, το δράμα εποχής που εμπνεύστηκε ο Σμαραγδής από την αληθινή ιστορία του Ιωάννη Βαρβάκη διαλέγει να βιογραφήσει και πάλι μια εμβληματική και ευεργετική εθνική φιγούρα, με την ίδια περίπου λογική που το έκανε πριν πέντε χρόνια στο «Ελ Γκρέκο».

Με καταγωγή από τα Ψαρά, ο Ιωάννης Βαρβάκης κατόρθωσε από πειρατής των θαλασσών να φτάσει μέχρι την Αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης, να κερδίσει την εύνοιά της και να συμμετάσχει στον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αργότερα, μέσω μιας διογκούμενης εμπορικής δραστηριότητας που είχε ως βάση της την αλιεία, κατέληξε να προσφέρει στην επανάσταση του 21 και να δωρίσει την μεγάλη περιουσία που απέκτησε για κοινωφελή έργα εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας.

Όλα αυτά μοιάζουν άκρως υποσχόμενα στα χαρτιά και πράγματι το υλικό της μυθιστορηματικής ζωής του Βαρβάκη αρκούσε από μόνο του για να στηρίξει επάνω του όχι απλώς μια πολύωρη ταινία αλλά μια ολόκληρη τηλεοπτική σειρά. Η πραγματικότητα αποδεικνύεται, εντούτοις, πολύ διαφορετική επί οθόνης. Ολόκληρο το φιλμ είναι ένας μονότονος φιλμικός σιδηρόδρομος συμβάντων που κινείται από τη μια πομπώδη σκηνή στην άλλη χωρίς καμία αίσθηση αφηγηματικής ισχύος, στοιχειώδους ρυθμού ή οποιουδήποτε κριτικού βλέμματος απέναντι στα όσα παρακολουθούμε.

Με μια αυτόματη και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοβουλία σκηνοθεσία, η οποία ανοίγει απλά δρόμο ανάμεσα από έναν συρφετό γεγονότων, δίχως να αφήνει τίποτα να την αγγίξει ή να την εγείρει συναισθηματικά, η ταινία περισσότερο καμώνεται παρά μοιάζει με το πολυτελές και βαθυστόχαστο επικό σινεμά το οποίο πασχίζει να αναπαράγει.

Σε αυτό δεν βοηθούν, φυσικά, ούτε ένα άτακτο χαρμάνι προφορών το οποίο πασχίζει να τα βγάλει πέρα με την σωστή εκφορά της αγγλικής γλώσσας, ούτε διεθνούς βεληνεκούς ερμηνευτές όπως ο Τζον Κλιζ και η Κατρίν Ντενέβ οι οποίοι υποστηρίζονται ελάχιστα από το επεισοδιακό σενάριο. Εξαίρεση αποτελεί ο Σεμπάστιαν Κοχ (ηθοποιός μεγάλης γκάμας, γνωστότερος από τις «Ζωές των Αλλων») που προσπαθεί στον πρωταγωνιστικό ρόλο να μεταδώσει ολομόναχος λίγο πάθος σε μια ταινία η οποία φαίνεται να το στερείται.

Μπορεί η επικείμενη έξοδος του φιλμ στη χώρα μας να προετοιμάζεται σαν να πρόκειται για κάποιου είδους σημαντικό εθνικό συμβάν και η κυκλοφορία του να συμπίπτει πιθανόν με ένα καταπιεσμένο λαϊκό συναίσθημα που ψάχνει τρόπους να εκτονωθεί πατριωτικά μέσω της μυθοπλασίας, δυστυχώς όμως το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος του ένα συμβατικό και άψυχο ιστορικό δράμα βεστιαρίου. Όσο καλοδεχούμενες κι αν είναι οι προθέσεις του Γιάννη Σμαραγδή για μια μεγάλων διαστάσεων ελληνική παραγωγή, από αυτές που σπάνια πλέον μπορεί να πραγματοποιήσει η εγχώρια κινηματογραφία, η αλήθεια είναι ότι το πραγματικά καλό σινεμά χρειάζεται συνήθως πολλά περισσότερα εκτός από όραμα.