Μετά το Λονδίνο («Match point», «Scoop», «Το όνειρο της Κασάνδρας»), τη Βαρκελώνη («Vicky Cristina Barcelona») και το Παρίσι («Μεσάνυχτα στο Παρίσι»), ο νέος σταθμός στην ευρωπαϊκή κινηματογραφική περιοδεία του ακούραστου Γούντι Αλεν είναι η Ρώμη, της οποίας τα μνημεία, τα καφέ και τα ηλιόλουστα σοκάκια ο 77χρονος δημιουργός καδράρει μέσα από τέσσερις διαφορετικές ιστορίες.
Στη μία, παρακολουθούμε την επικείμενη συνάντηση των γονέων μιας Νεοϋορκέζας τουρίστριας και ενός Ιταλού αρχιτέκτονα που γνωρίστηκαν τυχαία στον δρόμο, ερωτεύθηκαν και αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους. Σε μια άλλη, αναποδιές και παρεξηγήσεις στιγματίζουν το ταξίδι ενός νιόπαντρου ανδρόγυνου επαρχιωτών που ήρθε στη Ρώμη για να επισκεφθεί συγγενείς του γαμπρού.
Στην τρίτη ιστορία, ένας Αμερικανός φοιτητής αρχιτεκτονικής διχάζεται ανάμεσα στην κοπέλα του, με την οποία συζεί εδώ κι έναν χρόνο και την ανέμελη φίλη της που ήρθε από το Λος Αντζελες να μείνει μαζί τους για λίγες μέρες. Και στην τέταρτη, ένας συνηθισμένος υπάλληλος και οικογενειάρχης βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με τη φήμη και τα φώτα της δημοσιότητας χωρίς προφανή λόγο.
Το γεγονός ότι οι δοκιμασίες των ξεχωριστών προσώπων διαπλέκονται μονάχα περιφερειακά (έως καθόλου) κάνει την αφήγηση αναγκαστικά αποσπασματική, ενώ πέρα από το φυσικό φόντο της (τουριστικής) δράσης και το πλούσιο σε παλιά ιταλικά χιτάκια σάουντρακ, τίποτα δεν μοιάζει να συνδέει τις δοκιμασίες αυτές με κάτι το χαρακτηριστικά ρωμαϊκό (τα στερεότυπα περί μαχητικού συνδικαλισμού, λαχταριστής πίτσας ή θερμόαιμων ανδρών και πληθωρικών γυναικών είναι αναχρονισμοί που σίγουρα δεν αρκούν). Εστω και μέσα στην επεισοδιακή δομή και τη γραφικότητά του, πάντως, το «Στη Ρώμη με αγάπη» σπαρταράει από «αλενικό» χιούμορ και ευρηματικότητα.
Από τη μια, με τον τρόπο που «κατανέμει» τον Γούντι Αλεν παντού, αναπληρώνοντας έτσι τη συνοχή που λείπει από την αφήγηση και αποδεσμεύοντας τα γνώριμα, πάντα απολαυστικά άγχη του περί έρωτα, απιστίας και περάσματος του χρόνου: κάθε ιστορία φιλοξενεί κι ένα (τουλάχιστον) alter ego του δημιουργού (που κρατά κι ο ίδιος έναν ρόλο, αυτόν του Νεοϋορκέζου πεθερού) διαφορετικής γενιάς, αλλά διαχρονικών ανησυχιών, με πιο στιβαρό εκείνο του μεσήλικα Αμερικανού αρχιτέκτονα (Αλεν Μπάλντουιν) που εμψυχώνει τη φωνή της συνείδησης του νεαρού φοιτητή. Και από την άλλη, μέσα από πλήθος ευφάνταστων γκαγκ, πολλών λεκτικών αλλά κι ενός απίθανου οπτικού, του Ιταλού τενόρου που μπορεί να τραγουδά μονάχα στο μπάνιο - σίγουρα ένα από τα πιο ξεκαρδιστικά κωμικά ευρήματα στη μακρά φιλμογραφία του Αλεν.