Εξωθώντας στα άκρα τη σκοτεινή πλευρά του Ρομαντισμού που εξέφρασε ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο Μουρνάου ξεπέρασε σε φρίκη κάθε προγενέστερη απόπειρα όπως «Το Εργαστήρι Του Δρος. Καλιγκάρι» και το «Γκόλεμ». Ο ίδιος ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου» («Νosferatu, Eine Symphonie Des Grauens»), προδίδει σαφέστατα τις προθέσεις του. Και να σκέφτει κανείς ότι ο «Νοσφεράτου» λίγο έλειψε να περάσει για πάντα στη λήθη. Κάτοχος των δικαιωμάτων του γοτθικού μυθιστορήματος του συζύγου της, η χήρα του Μπραμ Στόουκερ (στον «Δράκουλα» του οποίου βασίστηκε άτυπα αλλά αρκετά πιστά ο Μουρνάου) Φλόρενς πέτυχε μια δικαστική απόφαση που διέταζε ρητά την καταστροφή του αρνητικού και κάθε κόπιας της ταινίας. Ευτυχώς κάποιες από τις κόπιες του διαβολικού αυτού αριστουργήματος διασώθηκαν για να μεταβιβάσουν την αρρωστημένη του επιρροή στις επερχόμενες γενεές.
Εχοντας στη διάθεσή του τον πενιχρό προϋπολογισμό μιας εταιρίας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο Μουρνάου έσπασε τα στεγανά του Εξπρεσιονισμού και αποτόλμησε εκτεταμένα εξωτερικά γυρίσματα, τακτική σχεδόν ανήκουστη για τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής που προτιμούσε να κατασκευάζει εκ του μηδενός δάση και πολιτείες στα θεόρατα στούντιο της UFA και άλλων εταιριών, κάτι που χάριζε τη χαρακτηριστική τεχνητή όψη στις περισσότερες ταινίες της περιόδου. Παρά το φανταστικό περιεχόμενο του «Νοσφεράτου», ο χειρισμός αυτός προσέδωσε έναν απροσδόκητο ρεαλισμό στην ιστορία του θρυλικού βρικόλακα που εγκαταλείπει τα Καρπάθια για να γραπώσει με τα γαμψά του νύχια την ψυχή μιας γερμανικής πόλης, σκορπώντας αδιακρίτως τον θάνατο στο πέρασμά του.
Αναπόφευκτα, ο «Νοσφεράτου» δεν τρομάζει το σύγχρονο κοινό όπως πιθανότατα τους θεατές του 1922, όμως η απειλητική ατμόσφαιρα διατηρείται ολοζώντανη. Ο Μουρνάου αναγνώριζε την υπεροχή της εικόνας, περιορίζοντας μάλιστα σε σύγκριση με τους συγχρόνους του τη χρήση των μεσότιτλων. Αφήνε το περίτεχνο μοντάζ και την παράλληλη δράση να προκαλέσουν τη μέγιστη εντύπωση, υιοθετώντας πρωτοποριακές τεχνικές, όπως το stop motion και την παρεμβολή αρνητικού φιλμ. Αποκορύφωμα της ραδιούργας σκηνοθεσίας του, η σεκάνς στο καταραμένο πλοίο: της έγερσης του απέθαντου Ορλοκ από το φέρετρό του και της αργής κίνησής του προς τον τελευταίο επιζώντα, σε ένα αριστουργηματικό πλάνο κοντρ-πλονζέ - μια από τις πολλές σκηνές ανθολογίας του φιλμ που αναπαρήγαγε και ο Βέρνερ Χέρτσογκ στο επιβλητικό ριμέικ του 1979.
Παρά την εξόφθαλμη αλλαγή των ονομάτων, χαρακτήρων και τοποθεσιών, ο Μουρνάου κράτησε τη βασική πλοκή του «Δράκουλα» - μεταφέροντας τη δράση από το βικτοριανό Λονδίνο στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου είχε ρίξει βαριά τη σκιά της η πανούκλα. Οι νεωτερισμοί του ωστόσο υπερβαίνουν τη βαμπιρική μυθολογία, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα: τα σκόρδα, οι σταυροί, η εμμονή με την αιώνια νεότητα και η απουσία ειδώλου στον καθρέπτη και σκιάς του βρικόλακα δεν έχουν θέση στον «Νοσφεράτου». Αντίθετα η σκιά του Κόμη Ορλοκ χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά σε ένα απαράμιλλο παχνίδι σκότους και φωτός. Ταυτόχρονα, ο Μουρνάου μετέτρεψε το happy end σε μια μεγαλειώδη αυτοθυσία, απαλλαγμένη από τον νοσηρό ερωτισμό του Στόκερ.
Ο εκτρωματικος βρικόλακας του Μαξ Σρεκ δεν έχει καμία σχέση με τις μετέπειτα ενσαρκώσεις του Δράκουλα ως σεξουαλικά ακαταμάχητου δανδή. Είναι η ενσάρκωση του καθαρού εφιάλτη, προσωποποίηση της αρρώστιας και του θανάτου, απογυμνωμένος από όποια σαγηνευτική όψη του κακού και ρομαντική διάθεση και -γιατί όχι;- ένα πορτρέτο μιας Γερμανίας με ανοιχτές ακόμη τις πληγές του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φήμες ότι κάτω από το γκροτέσκο μακιγιάζ κρυβόταν κάποιος άλλος, διάσημος ηθοποιός που δεν επιθυμούσε να εκτεθεί, ο ίδιος ο Μουρνάου ή ακόμη ένα αληθινό βαμπίρ (υπόθεση που έκανε ταινία ο Ελάιας Μέριγκε στη «Σκιά Του Βρικόλακα») αποτελούν επιπλέον δείγμα της παραδοξολογίας που συνοδεύει τη δημιουργία του «Νοσφεράτου». Ευτυχώς για μας, η αξεπέραστη δύναμή του δεν βρίσκεται σε μια τέτοια μεταφυσική εξήγηση.