Ο Σκοτεινός Ιππότης: Η Επιστροφή

26.04.2012
Ο Νόλαν συνεχίζει το οπερατικό «διάβασμα» του υπερηρωικού μύθου της DC, μέσα από μια μεγαλόπνοη σκηνοθεσία και αλάνθαστο συντονισμό των εκφραστικών του μέσων, αποτυγχάνοντας όμως να προβάλει τους χαρακτήρες και το δράμα τους, εν ολίγοις να συγκινήσει. Πάγια η ψυχρότητά του, αυστηρά εγκεφαλική η φιλμική κατασκευή - χώρια το ιδεολογικά αντιδραστικό σενάριο.

Οπως ενίοτε συμβαίνει με τα «βαριά πυροβολικά» του Χόλιγουντ, έτσι και η νέα περιπέτεια του Μπάτμαν ξεκινά να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες δύο 24ωρα πριν από την καθιερωμένη ημέρα κινηματογραφικών πρεμιερών. Αντί Πέμπτης, Τρίτη.

Και αντί Ρέιτσελ (την οποία υποδύθηκαν διαδοχικά οι Κέιτι Χολμς στο «Batman begins» και η Μάγκι Τζίλενχαλ στον «Σκοτεινό ιππότη»), δύο νέα πιθανά ειδύλλια για τον Μπρους Γουέιν, η Σελίνα Κάιλ (Αν Χάθαγουεϊ) και η Μιράντα Τέιτ (Μαριόν Κοτιγιάρ), για να αναφερθούμε, ευθύς αμέσως, στη μόνη διαφορά που έχει στους σταθερούς χαρακτήρες ο «Σκοτεινός ιππότης: η επιστροφή» από τα προηγούμενα δύο κεφάλαια της υπό καθεστώς Κρίστοφερ Νόλαν σειράς ταινιών.

Λοιπόν, έχουν περάσει 8 χρόνια από τα γεγονότα του «Σκοτεινού ιππότη», το έγκλημα στην Γκόθαμ Σίτι έχει περιοριστεί στο ελάχιστο και ο Μπρους Γουέιν ακόμα θρηνεί την απώλεια της Ρέιτσελ, αποσυρμένος στην έπαυλή του.

Σύντομα, ωστόσο, θα ενδώσει στον πειρασμό να ξαναβάλει τη στολή του, με την πρόκληση, αρχικά, μιας πανούργας διαρρήκτριας που τον έχει βάλει στο στόχαστρό της, και υπό την απειλή, στη συνέχεια, του Μπέιν, ενός μυστηριώδους σαδιστή μασκοφόρου που σχεδιάζει να μετατρέψει μια οικολογικής χρήσης συσκευή των επιχειρήσεων Γουέιν σε... πυρηνικό όπλο. Η δράση όμως στον τρίτο «Μπάτμαν» του Νόλαν (και τελευταίο, όπως λέει ο ίδιος) είναι πολύ πιο περίπλοκη απ' όσο αφήνει να φανεί η παραπάνω σύνοψη, καθώς μερίδιο στο «δράμα» διεκδικούν πολλοί ακόμα χαρακτήρες.

Οχι μόνο νέοι (η Σελίνα/Κατγούμαν, η Μιράντα, όπως και ο νεόφυτος αστυνομικός Τζον Μπλέικ, που θα αποδειχθεί πρόσωπο-κλειδί στο τελευταίο κομμάτι του σχεδόν τρίωρου φιλμ), αλλά και αρκετοί παλιοί σαν τον αστυνόμο Γκόρντον (Γκάρι Ολντμαν), τον έμπιστο μπάτλερ Αλφρεντ (Μάικλ Κέιν), τον άσο ηλεκτρονικό Λούσιους Φοξ (Μόργκαν Φρίμαν), ακόμα και τον... πεθαμένο Αλ Γκουλ (Λίαμ Νίσον), που όλοι έχουν να παίξουν τον δικό τους -καθοριστικό- ρόλο στη μάχη του Μπάτμαν ενάντια στο κακό.

Τέτοια πολυκοσμία θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε διάσπαση της πλοκής και, συνεπώς, κατακερματισμό του ενδιαφέροντος του θεατή. Οχι εδώ. Χάρη στην εκπληκτική ρευστότητα του Νόλαν, τα δοχεία της δεξαμενής συγκοινωνούν ανεμπόδιστα, επιτυγχάνεται η απόλυτη ομοιογένεια.

Βγάζουμε το καπέλο στην άψογη συντονιστική ικανότητα του σκηνοθέτη, όπως και θαυμάζουμε αποσβολωμένοι τον τρόπο που χειρίζεται τις σκηνές κορύφωσης, όπου η ένταση μπορεί και χτυπά κόκκινο χωρίς καν να υφίσταται κινητική δράση, με τη συνεπικουρία και της δυσοίωνα μπιτάτης μουσικής υπόκρουσης του Χανς Ζίμερ.

Έχουμε, ωστόσο, δύο βασικές αντιρρήσεις σε τούτη την «Επιστροφή». Η πρώτη, ιδεολογικού τύπου. Αν στον προηγούμενο «Ιππότη» ο Τζόκερ παρουσιαζόταν ως ένας παράφρων που χρησιμοποιούσε την τρομοκρατία σαν παιχνίδι, ο θηριώδης Μπέιν του παρόντος φιλμ έχει έναν πολιτικό σκοπό: να απελευθερώσει τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους από τα εξουσιαστικά γρανάζια.

Πράγμα που αυτόματα χρίζει τον Μπάτμαν υπέρμαχο των πλουτοκρατικών συμφερόντων και προασπιστή της κατεστημένης ιεραρχίας. Και η δεύτερη αντίρρησή μας, αισθητικού τύπου με την ευρύτερη έννοια, αφορά τον ίδιο τον Νόλαν, που ήταν ανέκαθεν και παραμένει ένας κινηματογραφιστής ψυχρός, αυστηρότατα εγκεφαλικός.

Και έχοντας επίγνωση των ορίων του, προσπαθούσε πάντα, απεγνωσμένα, να δώσει υπόσταση στο εκτυλισσόμενο δράμα, να εξανθρωπίσει τα υποκείμενά του - αλλά φευ.

Αποκορύφωμα το αμέσως προηγούμενο έργο του, το «Inception», όπου παρακολουθούσαμε τους Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Μαριόν Κοτιγιάρ να αγκομαχούν ανεπιτυχώς να προικίσουν με συναίσθημα τη δυναστευόμενη από ευφάνταστα αφηγηματικά τρικ ερωτική τους ιστορία. Παρά τις περί του αντιθέτου προσπάθειες, το ίδιο άψυχος προκύπτει και ο νέος «Ιππότης».

Μια κατασκευή έξυπνη μεν και στημένη με περίσσιο νεύρο, αλλά με εντελώς «απονευρωμένα» υποκείμενα να κυκλοφορούν εντός της.