1968. Ο Λίντσεϊ Άντερσον δημιουργεί την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του σε fiction παντιέρα αλλά κρυφοκοιτώντας σε πραγματικό χρόνο, νότια προς τον γαλλικό Μάη. Επηρεασμένος από το «Διαγωγή μηδέν» του Γάλλου Ζαν Βιγκό δημιουργεί ένα φιλμ- ορολογιακή βόμβα και την τοποθετεί στα θεμέλια του υποκριτικού βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος χωρίς προειδοποίηση. Ευτυχώς για το σινεμά η βόμβα σκάει και η έκρηξη έχει ως αποτέλεσμα ένα απ'τα στιβαρότερα σατυρικά δράματα που γεννήθηκε ποτέ στο Νησί. Ενα φιλμ ποτισμένο με εφηβική οργή, με εξεργετική διάθεση και με την αληθινή ενταση της εναντίον όλων επανάστασης το «Επαναστατημένη Γενιά» δεν παίρνει αιχμαλώτους. Αντίθετα επιδυκνύει ευθαρσώς το πως ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον συνιστά μικρογραφία μια αρρωστημένης κοινωνίας που βασίζεται σε σχέσεις εξουσίας, σε λογικές αφέντη-δούλου και σε απάνθρωπες πρακτικές. «Η βία και η επανάσταση είναι οι μόνες γνήσιες πράξεις» αρθρώνει ο νεαρός Μικ και ο Αντερσον κλείνει το μάτι παραθέτοντας την δικιά του εκδοχή της λύσης. Με μια αληθινή, μεστή και τρυφερή γραφή, ανακατέβει στον καμβά του την γκονταρική ειρωνία με σουρεαλιστικές πινελιές τοποθετώντας εμβόλιμα στα έγχρωμα πλάνα της ταινίας, διάσπαρτες ασπρόμαυρες σεκανς. Αισθητική επιλογή; Πρόβλημα με το φως στους φακούς της κάμερας; Ο ίδιος αργότερα δήλωνε οτι απλά είχαν τελειώσει τα λεφτά της παραγωγής.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο κορυφαίος Μάλκολμ ΜακΝτάουελ που έκανε στην ταινία όσα ήταν αρκετά για να σφηνωθεί στο μυαλό του Κιούμπρικ, με τα γνωστά αποτελέσματα στο μέλλον. Ο ίδιος ο πάντως έχει παραδεχτεί πως όταν ο Κιουμπρικ του έδωσε το σενάριο απ'το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» φρόντισε άμεσα να αναζητήσει βοήθεια απ'τον Άντερσον για την ερμηνεία του ρόλου του. Για τη ιστορία, το 1969 η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών όπου και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα.
Κωστής Θεοδοσόπουλος