Πληκτικά αριστουργηματικό, το επιστέγασμα της κοσμοθεωρίας του Ναρούσε ακολουθεί κατά πόδας την κυκλική πορεία της Κέικο, μιας ώριμης υπεύθυνης νυχτερινού κέντρου που βρίσκεται στο κατώφλι σοβαρών αποφάσεων. Πιστεύοντας βαθιά ότι κάθε προσπάθεια κοινωνικής ανέλιξης ή προσωπική εξέλιξης είναι προκαταβολικά καταδικασμένη στην αποτυχία, ο Μίκιο Ναρούσε αντιλαμβάνεται τη ζωή σαν μια συνεχή αγοραπωλησία. Και παρόλο που κάθε εμπρόσθια κίνηση αργά ή γρήγορα θα χτυπήσει τοίχο, οι ηρωίδες του ? γιατί πρόκειται για κατ’ εξοχήν γυναικείο σκηνοθέτη ? εξερευνούν κάθε πιθανή διέξοδο πριν αποδεχτούν τη μοίρα τους και επιστρέψουν στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν.
Σύμφωνα με την Κέικο, αν είσαι γυναίκα και δουλεύεις νύχτα, δύο είναι οι επιλογές σου μετά τα 30: είτε να παντρευτείς είτε να ανοίξεις μπαρ. Ως προσγειωμένη χήρα αυστηρών ηθών, παρά τις έντονες εξωτερικές πιέσεις, η επιλογή ενός πλούσιου εραστή δεν κατατάσσεται στις άμεσες προτεραιότητές της. Οι χρηματικές πιστώσεις για την εξαγορά νυχτερινού κέντρου, όμως, είναι ευπρόσδεκτες από παντού. Έχοντας αποτύχει στην εξεύρεση ευκατάστατου εργένη με σοβαρές προθέσεις, η Κέικο διασχίζει ένα ναρκοπέδιο προσωπικών επιλογών χωρίς να λοξοδρομεί ούτε λεπτό από την αρχική πρόθεση του σκηνοθέτη: να επανέρθει δηλαδή στην αρχική της θέση, ίσως λίγο σοφότερη αλλά αναγκασμένη να ανέβει ξανά την ίδια σκάλα που οδηγεί σε μια ζωή που θα προτιμούσε να εγκαταλείψει.
Με πλήρη απουσία στυλιστικών υπερβάσεων και μια υπέρ το δέον νηφάλια εικονογραφία ταγμένη αποκλειστικά στην υπηρεσία της αφήγησης, ο Ναρούσε σκηνοθετεί στιβαρά μεν, ελαφρώς ανιαρά δε. Η έλλειψη κοντινών πλάνων και η επίμονη στατικότητά του, δημιουργεί μια όχι και τόσο καλοδεχούμενη αίσθηση αποστασιοποίησης που δεν καταφέρνει να γεφυρωθεί ποτέ. Η σύγκριση της τεχνοτροπίας και της θεματολογίας του με τους σύγχρονούς του Μιζογκούτσι, Όζου αλλά και του θαυμαστή του Κουροσάουα, θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους κριτικούς παρά για το κοινό.
Δέσποινα Παυλάκη