Το έργο αυτό του Ιψεν είναι ίσως ένα από τα πιο δύσκολα έργα της κλασικής δραματουργίας. Εξίσου δύσκολη είναι και η μεταφορά του στο θεατρικό σανίδι, γι΄αυτό και άλλωστε ανεβαίνει σπάνια. Ο συγγραφέας στην πρώτη πράξη περιγράφει ένα θερινό αναπαυτήριο, στη δεύτερη ένα απότομο οροπέδιο με ρυάκια και στην τρίτη πράξη την κορυφή απόκρημνου όρους που στο τέλος έρχεται μια χιονοστιβάδα και παρασύρει τους ήρωες. Και ίδιος, λοιπόν, ο Ιψεν ήξερε ότι αυτό το έργο αποκλειόταν να ανέβει με γραμμικό και ρεαλιστικό τρόπο…
Σ΄ένα ιαματικό θέρετρο, πέντε άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την έννοια του «θανάτου». Ο Ρούμπεκ, καλλιτέχνης, είναι παντρεμένος με μία κατά πολύ νεότερη γυναίκα και ζει όντας ουσιαστικά «νεκρός». Ποτέ του δεν έζησε τη ζωή που του δόθηκε να ζήσει, μία ζωή με τη γυναίκα που ήθελε, την Ιρένε. Αυτή τη θυσίασε στο όνομα της Τέχνης του. Συνδέθηκε μαζί της μ’ έναν έρωτα πλατωνικό, με μία πνευματική τεκνογονία και την άφησε να… φύγει. Η Ιρένε επίσης, «νεκρή», προσπαθεί να τον αφήσει πίσω της, αλλά δεν μπορεί. Περιφέρεται και αυτή «νεκρή» στον κόσμο των ζωντανών, σκοτώνοντας τους συζύγους και τα παιδιά της. Μετά από χρόνια ξανασυναντιούνται και πάλι σ΄ένα παραθεριστικό θέρετρο. Ο Ρούμπεκ παντρεμένος με μία κατά πολύ νεώτερή του κοπέλα και η Ιρένε μόνη, περιφερόμενη υπό το άγρυπνο βλέμμα μίας καλόγριας... Το ιψενικό αυτό ερωτικό τρίγωνο θα κάνει ακόμη πιο περίπλοκο ένας αρκουδοκυνηγός….
Ο τρόπος που ο Δημήτρης Καραντζάς επεξεργάστηκε σκηνοθετικά το κείμενο, σίγουρα δεν είναι προσιτός στο ευρύ κοινό. Αλλωστε και για το ίδιο το έργο το ίδιο ισχύει, καθώς το κείμενό του ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό, ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή. Γι΄αυτό και επέλεξε να το αντιμετωπίσει όσο πιο μινιμαλιστικά, ουσιαστικά και συμβολικά μπορούσε. Δεν αρκέστηκε στις τυπικές θεατρικές συμβάσεις. Πήρε το ρίσκο να βάλει όλους τους ηθοποιούς στη σκηνή, να διαγράψει τελείως νοερά το ιαματικό λουτρό, το δύσβατο βουνό και την απόκρημνη κορυφή. Ο ρεαλισμός δεν φάνηκε να τον απασχολεί καθόλου. Πιο πολύ έδειξε να τον ενδιαφέρει να «κολυμπήσει» στα αχαρτογράφητα νερά του καλλιτεχνικού μυαλού και να σκιαγραφήσει την ουσία. Το πότε είμαστε ζωντανοί και πότε νεκροί, τι συμβαίνει όταν τελικά ξυπνούν τα συναισθήματά μας, όταν αποτραβιόμαστε λίγο από τους συμβιβασμούς της ζωής, τις φοβίες μας και τους μικρούς μας θανάτους... Αυτό ο Καραντζάς το κατάφερε, γεγονός που αν μη τι άλλο, αποτελεί σκηνοθετικό κατόρθωμα. Αρωγός του τα ενδιαφέροντα ηχητικά τοπία του Δημήτρη Καμαρωτού που με τον πρωτότυπο τρόπο δημιουργίας τους (οι ηθοποιοί είχαν στις παλάμες τους κάποιες ηχητικές συσκευές- μικρόφωνα και σχημάτιζαν οι ίδιοι ήχους) συνεισέφεραν σημαντικά στην ατμόσφαιρα του έργου.
Η Ρένη Πιττακή επέστρεψε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ύστερα από 15 χρόνια και με την συμπλήρωση 50 χρόνων από την πρώτη της εμφάνιση στον ίδιο χώρο, με τρόπο που θα ονειρευόταν κάθε ηθοποιός. Στην καλύτερή της ίσως θεατρική στιγμή, μας χάρισε ως Ιρένε μία υψηλού επιπέδου ερμηνεία, μια ερμηνεία ανεκτίμητης ποιότητας και αξίας που ολοένα κλιμακωνόταν μέχρι την τελική της κορύφωση στην τρίτη πράξη. Η σκηνή που χορεύει με τον αγαπημένο της Ρούμπεκ- Περικλή Μουστάκη και στροβιλίζεται στην αγκαλιά του όντας πλέον «ζωντανή» είναι από τις ωραιότερες φετινές θεατρικές εικόνες. Ο Περικλής Μουστάκης ανταποκρίθηκε στο δύσκολο ρόλο του Ρούμπεκ, του διάσημου γλύπτη που ζει σ΄ένα νεκρό παρόν μέχρι που στη ζωή του εμφανίζεται η μούσα του από το παρελθόν, η μοναδική του Γυναίκα. Μολονότι σε αρκετά σημεία αφέθηκε στις ευκολίες της προσωπικής του μανιέρας, κατάφερε να μας οδηγήσει στα άδυτα του μυαλού και της ψυχής ενός καλλιτέχνη και μας συγκίνησε. Εξαιρετική η Μαρία Κεχαγιόγλου στο ρόλο της νέας γυναίκας του Ρούμπεκ, καθώς κατάφερε να ισορροπήσει στις πολυεπίπεδες απαιτήσεις του ρόλου της, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά το μεγάλο της θεατρικό ανάστημα. Δεν είναι η πρώτη φορά που θα μιλήσουμε με καλά λόγια για τον Θανάση Σαράντη, που με κάθε του ερμηνεία αποδεικνύει το μέγεθος του ταλέντου του. Έξοχος στο ρόλο του αρκουδοκυνηγού, μολονότι εμφανισιακά ήταν τελείως αντίθετος από τις περιγραφές του Ιψεν, «έντυσε» την ερμηνεία του με μία εκπληκτική κινησιολογία, ενώ επωμίστηκε και ένα μεγάλο μέρος της ηχητικής αναπαραγωγής των μουσικών τοπίων του Δημήτρη Καμαρωτού. Η Αλεξία Καλτσίκη στο ρόλο της καλόγριας- σκιάς της Ιρένε μπορεί να λέει φωναχτά δύο μόνο φράσεις, το βλέμμα της ωστόσο είναι τόσο εκφραστικό και η αύρα της παρουσίας της τόσο έντονη, που κυριολεκτικά καθηλώνει και πολλές φορές βουβά πρωταγωνιστεί.
Αξίζει να δει κάποιος αυτήν την παράσταση; Ναι, αρκεί να γνωρίζει κάποια πράγματα για το έργο και να είναι εξοικειωμένος με τις διαφορετικές θεατρικές προσεγγίσεις των κλασικών κειμένων.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]