Είδαμε τον Αίαντα με τον Νίκο Κουρή [και ναι, τελικά η πολιτική εξοντώνει τους άριστους]

23.07.2015
Τον «Αίαντα», την πρώτη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου με τον Νίκο Κουρή στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Ο γνωστός σκηνοθέτης μάς παρουσίασε μία καθαρά κλασική εκδοχή του Σοφόκλειου έργου, μια εκδοχή που μπορούσε κάποιος να την παρακολουθήσει και να καταλάβει πολύ άνετα τις εννοιολογικές του προεκτάσεις και τη διάνθισε με πολλές αναφορές και αντιστοιχίες με την Επανάσταση του 1821.

Το εγχείρημα αυτό δεν μας συγκίνησε ιδιαίτερα, καθώς δεν νιώσαμε πως μέσω αυτού αποκαλύφθηκε κάποια άλλη νοηματική διάσταση της τραγωδίας. Στον «Αίαντα» συγκρούονται δύο κόσμοι: ο ηρωικός, με εκφραστή τον Αίαντα, και η νέα τάξη πραγμάτων, όπου κυριαρχεί η πολιτική, με εκφραστή τον Οδυσσέα. Πώς το πολεμικό-ηρωικό ιδεώδες δεν κάμπτεται από τον πολιτικό συμβιβασμό; Αυτό ακριβώς το ερώτημα -σύγκρουση είναι που κάνει την τραγωδία αυτή άχρονη, αυτό είναι που την έκανε και στα μάτια μας πιο επίκαιρη από ποτέ, ιδιαίτερα τις δύσκολες αυτές ημέρες που διανύουμε.

Το κεντρικό αυτό νόημα είναι απόλυτα σαφές και δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω: Όπως πολλές φορές έχει συμβεί στην ιστορία, οι πολιτικοί κερδίζουν το προβάδισμα σε σχέση με τους πολεμιστές που, ενώ θυσιάζουν τα πάντα με αυταπάρνηση, έρχεται η ώρα, στη νέα τάξη των πραγμάτων, να παραμεριστούν. Έτσι στο έργο, μετά το θάνατο του Αχιλλέα, ο καλύτερος πολεμιστής στο στρατόπεδο των Ελλήνων είναι ο Αίας. Ωστόσο, κατά την κρίση των όπλων, οι Έλληνες αρχηγοί αποφασίζουν τα όπλα του νεκρού ήρωα να δοθούν στον Οδυσσέα. Ο Αίας θίγεται βαθιά από τη μεγάλη αδικία. Θυμωμένος, επιχειρεί να επιτεθεί τους Αχαιούς, όμως η Αθηνά θολώνει το μυαλό του και η φονική του μανία ξεσπάει στα κοπάδια τους. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί τι έκανε, η αξιοπρέπειά του έχει πληγεί τόσο ώστε ο ήρωας επιλέγει να αυτοκτονήσει.
Μετά από όλα αυτά, γίνεται κατανοητό πως ο παραλληλισμός με το 1821 φάνηκε στα μάτια μας περιττή φιοριτούρα…

Εξαιρετική, ωστόσο, ήταν η σύλληψη της ύπαρξης ενός ραψωδού (Μιχάλης Τιτόπουλος) που με τη συνοδεία ενός λαούτου κίνησε τα νήματα της παράστασης και την ισορρόπησε άριστα ανάμεσα στην αφήγηση και στην υπόκριση. Πολύ ταιριαστό και το ποίημα «Αίας» του Παντελή Μπουκάλα που ακούστηκε κατά την έναρξη της παράστασης δια στόματος του ραψωδού.

Η μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, πάνω στην οποία βασίστηκε η παράσταση, ήταν μεν εξαιρετική, δυσκόλεψε ωστόσο τους ηθοποιούς πολλές φορές στην εκφορά του λόγου τους. Και ναι, σε μερικά σημεία μπορεί να υπερέβαλλε στη λογιότητά της, σε άλλα όμως χρειαζόταν μεγαλύτερη εξάσκηση από την πλευρά των ηθοποιών σ΄αυτήν, προκειμένου αφενός μεν να διατηρήσουν τη λυρικότητά της, αφετέρου δε να βγαίνει νόημα από τα λεγόμενά τους.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου ήταν ιδιαιτέρως εμπνευσμένο. Ο διάδρομος με τις καλαμιές στο βάθος της ορχήστρας, η πρόχειρη σκηνή με λινάτσες των τσελιγκάδων του χορού, η πολεμίστρα- σκηνή του Αίαντα, ο πέτρινος κύκλος στη μέση και το άψυχο κορμί που έμοιαζε με όστρακο του Αίαντα δημιουργούσαν από μόνα τους μία επιβλητική ατμόσφαιρα. Δεν θα μπορούσαμε, δυστυχώς, να πούμε το ίδιο και για τα κοστούμια της παράστασης. Ούτε οι φουστανέλες μας συγκίνησαν ιδιαίτερα, ούτε τα ρούχα φορούσε ο χορός, ούτε το φόρεμα- υπερπαραγωγή που φορούσε η Ελένη Ουζουνίδου ως θεά Αθηνά, ούτε το ανοιχτό –και κατά τη γνώμη μας τελείως κιτσάτο και αταίριαστο- κοστούμι που φορούσε ο Οδυσσέας, ούτε η κοντή φούστα του Αίαντα.

Η ομάδα των ηθοποιών που πλαισίωσε τον κατά Θεοδωρόπουλο Αίαντα ήταν υψηλού επιπέδου και διακρινόταν από μία αδιόρατη χημεία. Ο Νίκος Κουρής κατάφερε να σταθεί στο ύψος του ρόλου που απαιτούσε ο Αίαντας. Και μολονότι δεν κατάφερε να αποδώσει όλες τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωά του το ίδιο καλά (νιώσαμε πως σε κάποια σημεία υπερέβαλλε στην ανυπέρβλητη γενναιότητά του) πάλεψε μέχρι τέλους με τη μοίρα του, επιθυμώντας να ορίσει μόνος του ζωή και θάνατο, απορρίπτοντας τη θεϊκή βοήθεια. Δεν έκανε καμία έκπτωση στις ηθικές του αξίες. Ταύτισε την τιμή με την ύπαρξή του κι όταν έχασε την πρώτη, η δεύτερη δεν έχει πια κανένα νόημα. Εξαιρετικός, ήταν ως Οδυσσέας, Γιάννης Τσορτέκης, καθώς κατάφερε να επιβληθεί όχι μόνο στην ορχήστρα, αλλά και στο κοίλον. Τις εντυπώσεις ωστόσο έκλεψε η Μαρία Πρωτόπαππα στο ρόλο της Τέκμησσας, της συζύγου του Αίαντα, καθώς η ερμηνεία της ήταν άρτια, σχεδόν σπαρακτική, όχι μόνο τις στιγμές που μιλούσε, αλλά και στις σιωπές της.Ο Γιάννος Περλέγκας στο ρόλο του Τεύκρου είχε κάποιες καλές στιγμές, ωστόσο δεν κατάφερε να αποδώσει τη δυναμικότητα του χαρακτήρα του ήρωά του. Βασικό του μείον, η εκφορά του λόγου του, καθώς δεν τόνιζε σωστά τις προτάσεις του, γι΄αυτό και συχνά προσπαθούσαμε να βγάλουμε νόημα στα λεγόμενά του. Ο Δημήτρης Παπανικολάου ως Αγαμέμνονας και ο Περικλής Δεντάκης ως Αγγελιαφόρος ξεχώρισαν επίσης με τις δυναμικές τους παρουσίες.

Τέλος, θα ήταν άδικο να μην κάναμε ιδιαίτερη μνεία στην πολύ ενδιαφέρουσα μουσική του Νίκου Κυπουργού και στο εξαιρετικά θετικό γεγονός πως οι περισσότεροι ηθοποιοί μπορούσαν να τραγουδήσουν και να παίξουν εξίσου καλά παράλληλα κάποιο μουσικό όργανο. Τρία λαούτα συνόδευσαν την αφήγηση-τραγούδι, σαν σε μια μπαλάντα, πλαισιωμένα από μια μικρή μπάντα πνευστών, η οποία προσπάθησε και συγκέρασε – σ΄ ένα βαθμό- τον βαλκανικό ήχο των χάλκινων με τον βυζαντινό ψαλμό και την κρητική μουσική παράδοση. Να σημειωθεί εδώ κάτι πολύ σημαντικό και …σπάνιο στις μέρες μας. Τα όργανα και οι φωνές των υποκριτών δεν ενισχύθηκαν τεχνικά, αλλά οι υπεύθυνοι εκμεταλλεύτηκαν άριστα την ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου, που – άλλωστε- είναι το ιδανικότερο φυσικό ηχείο.

Τελικά αξίζει να δει φέτος κάποιον τον Αίαντα με τον Νίκο Κουρή; Ναι, γιατί ο λόγος του αρχαίου τραγικού φτάνει πιο καθαρά ποτέ στα αφτιά μας και λέει μεγάλες αλήθειες….

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]