Με αυτές τις απορίες φτάσαμε στον κατάμεστο – από τις 7.00 το απόγευμα- από κόσμο Κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το κοινό ανάμεικτο, πιτσιρικάδες, έφηβοι, αλλά και τριαντάρηδες, σαραντάρηδες, ακόμη και πενηντάρηδες, είχε από μόνο του δημιουργήσει μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα πάνω στις στρωμμένες ψάθες και πετσέτες του γκαζόν.
Γύρω στις 9.00, από το πρώτο κιόλας τραγούδι, κατέστη απολύτως σαφές ότι η Ελεωνόρα Ζουγανέλη είχε ένα μοναδικό ταλέντο. Όχι μόνο έχει άψογη, απολαυστική φωνή με πραγματικά ανεξάντλητο μέταλλο, αλλά έχει και έναν μοναδικό τρόπο επικοινωνίας με τα κοινό. Άμεση, χωρίς κανένα απολύτως τουπέ, του μιλάει κοιτώντας το στα μάτια και αυτοσαρκάζεται με χιούμορ για τις ίδιες τις επιλογές της στα τραγούδια. «Δεν μου άρεσαν ποτέ τα χαρούμενα τραγούδια. Οι γονείς μου όταν ήμουν μικρή πίστευαν πως είχα πρόβλημα. Γι’ αυτό και σήμερα θα χαρούν οι χωρισμένοι», ανέφερε χαριτολογώντας.
Η πρώτη ώρα πέρασε με μπαλάντες- ωδές στον έρωτα και τον χωρισμό, δικές της, αλλά και άλλων ελλήνων τραγουδοποιών, που το κοινό δεν έπαψε στιγμή να σιγοτραγουδάει, ενώ αργότερα σειρά είχαν τα πιο χορευτικά τραγούδια. Και τι δεν ακούσαμε... Παραδοσιακά, νησιώτικα, ακόμη και λαϊκά τραγούδια, που ξεσήκωσαν αμέσως το μέχρι πριν από λίγο βουτηγμένο στην μελαγχολία κοινό και το έκαναν να χορεύει στο γκαζόν. Ίσως εδώ βρίσκεται και η μοναδική μας ένσταση. Στο ότι δηλαδή, η συναυλία μετά το πρώτο της μέρος, δεν είχε κάποιον συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά ήταν λίγο απ΄ όλα…
Ακόμη και αυτή τη μικρή μας ένσταση, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη κατάφερε να την εξαλείψει με την αστείρευτη ενέργεια της και τις έξοχες ερμηνείες της, καθώς χάρισε σε όλους μοναδικές στιγμές και απέδειξε πως ήρθε στην ελληνική μουσική σκηνή και θα μείνει σίγουρα για πολλά πολλά χρόνια ακόμη.
Γ.Οικονόμου