Η σχέση γιατρού - ασθενούς

06.06.2008
Μια από τις πλέον σημαντικές σχέσεις που δημιουργούνται στη ζωή μας είναι εκείνη με το γιατρό ή τους γιατρούς μας Σχέση που συχνά μας αφήνει ανικανοποίητους, μας φοβίζει ή και μας καθηλώνει. Πότε η σχέση γιατρού - ασθενούς θεωρείται επιτυχής και πλήρης; Την απάντηση μας δίνει η δρ Μελπομένη Κουτσοσίμου, ψυχολόγος-παιδαγωγός

Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΓΓΑΝΑ

Μια από τις πλέον σημαντικές σχέσεις που δημιουργούνται στη ζωή μας είναι εκείνη με το γιατρό ή τους γιατρούς μας Σχέση που συχνά μας αφήνει ανικανοποίητους, μας φοβίζει ή και μας καθηλώνει. Πότε η σχέση γιατρού - ασθενούς θεωρείται επιτυχής και πλήρης; Την απάντηση μας δίνει η δρ Μελπομένη Κουτσοσίμου, ψυχολόγος-παιδαγωγός, μεταδιδάκτωρ Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με αφορμή την επιστημονική της μελέτη «Η πρόκληση του θεραπευτικού δεσμού», την οποία παρουσίασε πρόσφατα σε επιστημονική ημερίδα.

Καλός γιατρός γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Το ιατρικό επάγγελμα σήμερα δεν έχει την αίγλη που είχε στο παρελθόν, λόγω κυρίως της κρίσης και της σύγχυσης που διέρχεται τα τελευταία χρόνια το σύστημα υγείας. Την τελευταία δεκαετία γίνεται ιδιαίτερος λόγος για την προσωπικότητα των γιατρών. Όπως συμβαίνει σε όλα τα επαγγέλματα υγείας, ο ιατρικός κλάδος έχει να επιδείξει υψηλά ποσοστά παθολογικών καταστάσεων συγκριτικά με το γενικότερο πληθυσμό, κάτι που δικαιολογείται εν μέρει από την ψυχολογική πίεση που υφίστανται οι γιατροί στο κλινικό τους έργο. Η συζήτηση μάλιστα περιστρέφεται γύρω από τη διαπίστωση του αν οι γιατροί είναι ευτυχισμένοι μέσα από την άσκηση του επαγγέλματός τους, καθώς πολλοί ασκούν αυτό το επάγγελμα συνεχίζοντας απλώς και μόνο την οικογενειακή παράδοση...

Με τους όρους λοιπόν του Αριστοτέλη, ένας γιατρός πρέπει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά όπως είναι το ήθος (αξιοπιστία) και το πάθος (το ευχάριστο συναίσθημα του ειδικού απέναντι στον ασθενή). Κατά καιρούς επιχειρήθηκε κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς η ανάπτυξη μιας λίστας ιδανικών χαρακτηριστικών που είναι καλό να συγκεντρώνουν οι γιατροί για την άσκηση του έργου τους. Κοινός παρονομαστής στις προαναφερθείσες προσπάθειες ήταν η ανάγκη ανθρωπιστικής προσέγγισης και αντιμετώπισης του ασθενούς.

Αληθεύει ότι η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς διαμορφώνεται από την πρώτη στιγμή;
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, η «σχέση» αυτή μεταξύ των δύο πλευρών οριοθετείται και εξελίσσεται από την πρώτη στιγμή της επαφής. Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ απλά ότι η «θεραπευτική σχέση» ξεκινά να υφίσταται από το πρώτο «κλικ», είτε πρόκειται για τηλεφωνική επικοινωνία είτε για την πρώτη συνάντηση. Στον τομέα δε της μη λεκτικής επικοινωνίας, τα ζωντανότερα παραδείγματα προέρχονται από μελέτες που έγιναν σε παιδιά κι εφήβους που νοσηλεύονταν για το πώς βλέπουν τα ίδια το γιατρό τους.

Σε όλες τις περιπτώσεις οι απαντήσεις συνέκλιναν μεταξύ τους: «μακάρι να μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί του», «θα ήθελα να με κοιτάζει όταν μου μιλάει», «σε αφήνουν να καταλάβεις ποιος είναι το αφεντικό δεν έχουν χρόνο... είναι πάντα τόσο απασχολημένοι»... Ιδανική, επομένως, θα είναι η στιγμή που οι μεγάλοι θα ακούνε τους μικρούς, έτσι ώστε σε κάποια γενιά από τώρα οι μικροί να ακούνε τους μεγάλους.

Η πλειοψηφία των ασθενών δηλώνουν δυσαρέσκεια για τη σχέση με το γιατρό τους. Πού θα εντοπίζατε την παθολογία αυτής της σχέσης;

Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στη διαφορετικότητα των αντιλήψεων και των προσδοκιών, όπως αυτές διαμορφώνονται μεταξύ ασθενών και γιατρών. Για παράδειγμα, οι προτεραιότητες των ασθενών εκφράζονται στο να έχουν ένα γιατρό που θα τους ακούει και θα τους παρέχει τις απαραίτητες εξηγήσεις, που θα τους δίνει το χρόνο που χρειάζονται για να ολοκληρώσουν τη συνάντησή τους και που θα μπορούν να προσεγγίσουν άμεσα και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες.

Από την άλλη πλευρά, οι σημαντικότερες προτεραιότητες για τους γιατρούς αφορούν την επίτευξη της εμπλοκής των ασθενών τους στο θεραπευτικό σχήμα και της προσφοράς από μέρους τους της καλύτερης δυνατής φαρμακευτικής κάλυψης.

Εντέλει, η διαφορά των αιτημάτων των δύο πλευρών έγκειται στο ότι οι γιατροί επικεντρώνονται σαφώς στην κάλυψη του τεχνικού τομέα, ενώ για τους ασθενείς το αίτημα αφορά πρωτίστως τον ανθρωπιστικό...

Ακόμη λοιπόν κι αν η ασθένεια αναγνωριστεί πίσω από το σύμπτωμα, η ανθρώπινη συμπεριφορά των δύο πλευρών που θα αλληλεπιδράσουν δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί και να οριοθετηθεί! Προϋποθέτει τη θέληση και τη διαθεσιμότητα και των δύο πλευρών.

Διδάσκονται οι επικοινωνιακές δεξιότητες;

Ορισμένοι θεωρητικοί προσπάθησαν να διακωμωδήσουν το όλο θέμα, λέγοντας πως «η επικοινωνία είναι ένα φάρμακο που θα μπορούσε να συνταγογραφηθεί». Άλλοι θεωρητικοί πάλι πιστεύουν ότι η άσκηση της ιατρικής είναι «κλίση κι όχι επιχείρηση». Οι απόψεις, ωστόσο, γύρω από το θέμα φαίνεται να συγκλίνουν προς τη διαπίστωση ότι οι επικοινωνιακές δεξιότητες είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο εκπαίδευσης. Η «εκπαίδευση της ανθρώπινης διάστασης» αποτελεί το μεγαλύτερο στοίχημα στο οποίο καλείται να αντεπεξέλθει κάθε επαγγελματίας υγείας. Το να κατέχει ο γιατρός τη δυνατότητα να κατανοεί τον «άλλο», χωρίς να εστιάζει στην ιατρική πληροφορία, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να αποκτήσει η θεραπευτική σχέση υπόσταση, περιεχόμενο και νόημα. Οι ιατρικές σχολές του εξωτερικού επιχειρούν πλέον να ανταποκριθούν στη νέα τάξη πραγμάτων, ενσωματώνοντας στα προγράμματα σπουδών τους τη διδασκαλία και την εξέταση των φοιτητών τους σε θέματα επικοινωνιακών δεξιοτήτων, σε προπτυχιακό επίπεδο. Στην Ελλάδα όμως οι προσπάθειες που γίνονται βρίσκονται ακόμη σε εμβρυϊκή φάση...

Μέχρι πρόσφατα, κυρίαρχο ρεύμα στο χώρο της ιατρικής ήταν η μη συναισθηματική εμπλοκή των γιατρών στη θεραπευτική διαδικασία. Αυτό αλλάζει;

Ακόμη και οι γιατροί όταν βρίσκονται στη θέση του ασθενούς και αντιμετωπίζονται χωρίς ενσυναίσθηση και κατανόηση, εκδηλώνουν συναισθήματα θυμού, αγανάκτησης, ενώ δηλώνουν ότι νιώθουν προδομένοι. Μπορεί επομένως να αλλάξει η ήδη υπάρχουσα νοοτροπία, όταν η τάση αυτή συνδεθεί με την εκπαίδευση που θα λάβουν. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς έχουν τις καλές και τις κακές στιγμές τους. Πρωταρχικό στοιχείο στη θεραπεία αποτελεί η κατανόηση της οπτικής του ασθενούς, δηλαδή οι σκέψεις, οι ιδέες, οι ανησυχίες, τα συναισθήματα και οι προσδοκίες του. Οι ικανότητες του γιατρού ως προς την έκφραση ενσυναίσθησης δεν εξαντλούνται μόνο στην ενεργητική ακρόαση, την ενθάρρυνση, αλλά εντοπίζονται κυρίως στη μη λεκτική επικοινωνία. Η έκφραση του προσώπου, η οικειότητα, το άγγιγμα θα αποτελέσουν το κατάλληλο μέσο για την έκφραση ενσυναίσθησης.

Οι ασθενείς μπορούν να εκπαιδευτούν ώστε να συμβάλουν κι αυτοί στην εκπαίδευση των γιατρών;

Προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιβλία εκείνα συγγραφείς των οποίων είναι οι ίδιοι οι ασθενείς. Άλλοτε με το να κατέχουν και τους δύο ρόλους, του γιατρού και του ασθενούς, κι άλλοτε δίνοντας απλώς φωνή στον ανθρώπινο πόνο που τους εμπιστεύτηκαν οι συνάνθρωποί τους. Τα συγγράμματα αυτά παρέχουν οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να οριοθετηθεί η δεδομένη επικοινωνιακή ανταλλαγή, έτσι ώστε να μη χαθεί πολύτιμη πληροφορία.

Το σύνδρομο του ασθενούς-γιατρού
Σήμερα ο ασθενής επισκέπτεται το γιατρό όντας ενημερωμένος σχετικά με την περίπτωσή του από το internet. Αυτό ενοχλεί συνήθως τους γιατρούς γιατί πιστεύουν ότι αμφισβητείται ο ρόλος τους. Η πρόκληση που δημιουργείται έγκειται στο χειρισμό του «συναισθηματικού κόσμου» των γιατρών, ο οποίος παραμένει εκτεθειμένος. Το γεγονός αυτό εύλογα μπορεί να οδηγήσει ένα γιατρό που δεν είναι προετοιμασμένος γι αυτή την εξέλιξη στην αμφισβήτηση, την απομόνωση και εντέλει στην ακύρωση του ρόλου του.