Πολλοί παράγοντες με βιολογικές, κοινωνικές και ψυχολογικές συνιστώσες ευθύνονται και αλληλοδιαπλέκονται για την εμφάνιση της σχιζοφρένειας. Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι η «ευαισθησία», η «τάση» του ατόμου, η οποία είναι βιολογικής βάσης, να αντιδρά στο στρες με ψυχωσικά συμπτώματα.
Επομένως, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και το οικογενειακό περιβάλλον και τις εμπειρίες του ατόμου, αν το άτομο δεν έχει γεννηθεί ή νωρίς στη ζωή του δεν απέκτησε τη βιολογική ευαισθησία, δεν πρόκειται να νοσήσει από τη διαταραχή. Οι κοινωνικοί και οι οικογενειακοί παράγοντες φαίνεται να διαδραματίζουν έναν συντελεστικό και όχι αιτιολογικό παράγοντα, δηλαδή μπορεί να συνεισφέρουν αρνητικά αλλά δεν ευθύνονται για τη νόσο.
Πολλοί αναγνώστες, συνήθως μητέρες ασθενών με ψυχωσική συνδρομή (σχιζοφρενική διαταραχή) επιβαρημένοι από συναισθήματα ενοχής, ρωτούν και ξαναρωτούν τι δεν έκαναν καλά σε σχέση με τη διαπαιδαγώγηση του ασθενούς, ποιες συμπεριφορές τους ήταν λανθασμένες και γενικότερα τι δεν λειτούργησε σωστά στη σχέση τους μαζί του και αρρώστησε.
Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις οικογένειες ασθενών που πάσχουν από την υπό συζήτηση διαταραχή, να αναπτύσσονται τέτοια συναισθήματα και σκέψεις από τα μέλη της οικογένειας.
Σχεδόν όλα γυρίζουν νοητικά πίσω στον χρόνο, ψάχνουν και «ανακαλύπτουν» «λανθασμένες», κατά την άποψή τους, συμπεριφορές, τρόπους αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας, οι οποίες έδρασαν καταλυτικά στην ανάπτυξη της διαταραχής. Η μητέρα π.χ. μπορεί να ήταν πολύ προστατευτική, μη δοτική συναισθηματικά, ο πατέρας πολύ αυστηρός ή απών, τα αδέλφια απόμακρα και αποστασιοποιημένα και άλλα παρόμοια.
Δηλαδή, τα μέλη της οικογένειας «ανακαλύπτουν» στάσεις και συμπεριφορές ή και συγκεκριμένα γεγονότα σε σχέση με τον ασθενή που κατά την άποψή τους λειτούργησαν αρνητικά προκαλώντας τη νόσο. Δίνουν δηλαδή μια προσωπική και ενοχικά φορτισμένη ερμηνεία της φύσεως του προβλήματος.
Αυτή η διαδικασία επιβαρύνει πολύ τα μέλη της οικογένειας συναισθηματικά και ενοχικά μπορεί να τους οδηγεί σε απομόνωση και κοινωνική απόσυρση της οικογένειας. Σ αυτό βέβαια συνεισφέρει και η αίσθηση του «κοινωνικού στίγματος» ότι στην οικογένεια υπάρχει κάποιος που πάσχει από σοβαρή ψυχολογική ασθένεια. Ετσι, μπορεί να εμφανίσουν καταθλιπτικές αντιδράσεις και να αισθάνονται ότι επικρέμαται επάνω τους ένα αίσθημα κοινωνικού στιγματισμού, το οποίο λειτουργεί αποδομητικά για τον καθένα και για ολόκληρη την οικογένεια.
Εχει αποδειχθεί, έπειτα από πολλές και μακροχρόνιες έρευνες, ότι η οικογένεια δεν ευθύνεται για την ανάπτυξη της διαταραχής, αφού τέτοιου είδους αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών, τις οποίες τα τελευταία χρεώνονται σαν επιβαρυντικές, τις συναντούμε σε πάρα πολλές οικογένειες χωρίς ιστορικό νόσησης. Η σχιζοφρένεια, όπως προαναφέραμε, είναι μια βιο-ψυχο-κοινωνική νόσος, η οποία για να δημιουργηθεί, ακόμη και στα πιο επιβαρυντικά οικογενειακά περιβάλλοντα, πρέπει τα άτομο να έχει τη βιολογική ευαισθησία για να την αναπτύξει.
Επομένως, είναι σημαντικό η οικογένεια να γνωρίζει ότι δεν έχει ευθύνες για την ανάπτυξη της διαταραχής, να «ανοιχθεί» κοινωνικά και να αναζητήσει το απαραίτητο κοινωνικό δίκτυο (ιατρική βοήθεια, θεραπευτικές κοινότητες, ομάδες στήριξης και ψυχο-εκπαίδευσης, κ.ά.) που θα τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα με τις συνέπειες της νόσου.
Λάμπρος Σαλτός, Ψυχίατρος - ψυχοθεραπευτής (ατομική και ψυχοθεραπεία ζεύγους και οικογένειας)