Γιάννης Δαλιανίδης: "Η θετή μου μάνα ήταν αληθινή μάνα"

18.05.2010
Μας χάρισε μεγάλες επιτυχίες και ο ίδιος γεύτηκε την απόλυτη δόξα μέσα από τις κινηματογραφικές του ταινίες. Σίγουρα έχει να θυμηθεί πολλές ιστορίες ο Γιάννης Δαλιανίδης

Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

Μας χάρισε μεγάλες επιτυχίες και ο ίδιος γεύτηκε την απόλυτη δόξα μέσα από τις κινηματογραφικές του ταινίες. Σίγουρα έχει να θυμηθεί πολλές ιστορίες ο Γιάννης Δαλιανίδης δίπλα στα μεγαλύτερα αστέρια της μεγάλης οθόνης. Τα μάτια του όμως βουρκώνουν όταν μιλάει για τη γυναίκα που φώτισε το δικό του δρόμο και του χάρισε απλόχερα την αγάπη της, τη θετή του μητέρα Ολυμπία.

Ξεκινήσατε την καριέρα σας ως χορευτής και χορογράφος;

«Ξεκίνησα από το παιδικό θέατρο ως ηθοποιός -περίπου στα 10 μου χρόνια- και μετά μπήκε ο χορός στη ζωή μου. Παράλληλα, ήμουν και στη χορωδία της ΧΑΝ στη Θεσσαλονίκη. Σε ό,τι καλλιτεχνικό τρύπωνα!».

Η αγάπη για τον κινηματογράφο πώς προέκυψε;

«Όταν ήμουν μικρός, σε έναν από τους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, που ήταν σαν αλάνα, υπήρχε ένα άσπρο πανί όπου προβάλλονταν διαφημίσεις. Όλοι οι πιτσιρικάδες μαζευόμασταν εκεί και χαζεύαμε αυτό που συνέβαινε στην άσπρη οθόνη. Ήταν μαγευτικό! Αυτό με χάραξε, από εκεί ξεκίνησαν όλα».

Και μετά μπήκαν στη ζωή σας τα θερινά σινεμά;

«Ναι, έμενα κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου υπήρχαν πέντε θερινά σινεμά. Πήγαινα, τακτοποιούσα τις καρέκλες, μοίραζα διαφημιστικά φυλλάδια κι έτσι είχα το δικαίωμα να παρακολουθώ τις ταινίες δωρεάν. Καθόμουν πάντα στην πρώτη σειρά, κοίταζα την άσπρη οθόνη και ήταν ο παράδεισός μου».

Σπουδάζατε παράλληλα και χορό;

«Όχι, ένας φίλος και συμμαθητής, ο Σπύρος Λασκαρίδης, έμαθε κλακέτες από τη Λουίζα Μποζέλι, την οποία είχε ανακαλύψει ο Αττίκ. Άρχισα λοιπόν να προσπαθώ κι εγώ κι έτσι μου μπήκε το μικρόβιο του χορού. Όταν πια πήγα στη Βιέννη, παρακολούθησα μαθήματα. Ήθελα όμως να τα κάνω όλα παράλληλα, να παίζω, να χορεύω, να τραγουδώ, να σκηνοθετώ, αν είναι δυνατόν να γράφω και τη μουσική ακόμα».

Με δεδομένο ότι ξεκινήσατε την καριέρα σας ως ηθοποιός, πόσο δύσκολη ήταν η μετάβαση πίσω από τις κάμερες; Δεν υπήρχε η επιθυμία να παίζετε κι εσείς;

«Καθόλου. Κι εγώ απορώ με τον εαυτό μου, γιατί ήταν πολύ μεγάλο το πάθος μου. Παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που υπήρχαν εκείνη την εποχή, έλεγα, θυμάμαι: "Αρκεί να έχω από κάτω έστω κι έναν άνθρωπο να με χειροκροτεί, εγώ θα είμαι εδώ, έστω κι αν υποφέρω, για να απολαμβάνω αυτή την αίσθηση". Αλλά μόλις μπήκα πίσω από την κάμερα, εξανεμίστηκε αυτό».

Όταν βλέπατε πρώτη φορά έναν ηθοποιό, μπορούσατε αμέσως να καταλάβετε αν θα γίνει αστέρι;

«Δεν ξεκινούσα έτσι. Αν έβλεπα ότι ένα πρόσωπο είχε τα στοιχεία που χρειαζόμουν για ένα ρόλο, το επέλεγα και είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ότι ακόμη και ατάλαντο να είναι, εγώ θα μπορέσω να βγάλω ένα πολύ καλό αποτέλεσμα».

Τότε υπήρχαν υψηλά κασέ;

«Για την εποχή εκείνη ήταν μεγάλα τα μεροκάματα και αυτό ήταν κάτι που το ξεκίνησε η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κάθε χρόνο ανέβαζε το κασέ της, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει και των υπόλοιπων ηθοποιών».

Πώς βλέπετε τους νέους ηθοποιούς;

«Σήμερα υπάρχουν πολλοί περισσότεροι καλοί ηθοποιοί απ’ ό,τι τότε. Λείπουν όμως τα ιερά τέρατα, ηθοποιοί δηλαδή που και λάθος να παίζουν σε γοητεύουν. Μας λείπει μια Λαμπέτη, μια Παξινού, λείπει ακόμα μια Βουγιουκλάκη, μια Καραγιάννη και, φυσικά, μια Βλαχοπούλου. Δεν ξέρω γιατί, θαρρείς και θαμπώνει τα πρόσωπα η τηλεόραση».

Πώς είδατε τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στο «Dancing With the Stars»;

«Τα καταφέρνουν μια χαρά, θα μπορούσαν να είναι και επαγγελματίες ακόμη».

Τον Σταμάτη Γαρδέλη, που ξεκίνησε μαζί σας την καριέρα του;

«Παρόλο που χορεύει με σπασμένο χέρι και δεν μπορεί να αποδώσει, τα πάει πολύ καλά».

Είναι αλήθεια ότι σας αρέσει πολύ και η Ευγενία Μανωλίδου;

«Ναι, είναι πολύ καλή».

Δεν σας αρέσει όμως ως κριτής στο «Ελλάδα, έχεις ταλέντο»;

«Ως κριτής είναι απαίσια! Δεν ξέρω αν της το επιβάλλουν, αλλά απορώ πώς δέχεται να παίζει αυτόν το ρόλο. Προσβάλλει τους διαγωνιζόμενους έτσι, που σε κάνει να αγανακτείς. Είναι μια ωραία, ταλαντούχα και γοητευτική γυναίκα και ξαφνικά γίνεται κακιά. Ασφαλώς μπορεί κάποιος να είναι ψώνιο και να μην είναι καλός, αλλά δεν χρειάζεται να τον προσβάλλεις, μπορείς να του κάνεις συστάσεις».

Αναζητήσατε ποτέ τους πραγματικούς σας γονείς;

«Τον γεννήτορα δεν τον γνώρισα, γιατί πέθανε, παρουσιάστηκε όμως κάποια στιγμή η κυρία που με γέννησε. Και βέβαια έζησα πολύ δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία πλήγωσαν πάρα πολύ αυτή τη γριούλα, την Ολυμπία, γεγονός που με έκανε να υποφέρω. Αν λάβετε υπόψη σας ότι είχα κι έναν περίγυρο συγγενών που δεν με συμπαθούσαν και τη δηλητηρίαζαν συνέχεια λέγοντάς της: "Υπάρχει η πραγματική του μητέρα και περιμένει πότε θα πεθάνεις εσύ..."! Φτηνά πράγματα, που την πλήγωναν. Ευτυχώς, την πήρα από τη Θεσσαλονίκη, ήρθαμε στην Αθήνα κι έτσι γλιτώσαμε».

Φαντάζομαι ότι αυτή θα ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής σας...

«Γενικά αυτή η υπόθεση με είχε πληγώσει πολύ και από τότε αγαπώ τους ανθρώπους που υιοθετούν παιδιά. Κατά έναν περίεργο τρόπο αυτοί οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο. Ίσως με αντιπαθήσουν οι καλές φυσικές μάνες. Εγώ δεν είχα την τύχη να έχω καλή φυσική μάνα. αυτή η κυρία ήρθε την εποχή που είχα τις επιτυχίες και το μόνο που φρόντισε ήταν να έχει κάποιο όφελος από αυτό, σε αντίθεση με τη θετή μου μητέρα».

Η οποία σίγουρα έκανε τα πάντα για σας.

«Θα σας πω ένα περιστατικό προκειμένου να καταλάβετε για τι αγάπη μιλάμε. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν από την εφορία να πληρώσω κάποια επιπλέον χρήματα. Συζητούσα το θέμα με ένα φίλο μου και η μάνα μου έτυχε να το ακούσει. Με φώναξε λοιπόν και μου είπε: "Μη σε νοιάζει, αγάπη μου, θα κάνουμε οικονομία. Εγώ δεν θέλω να τρώω το βράδυ, μια σουπίτσα μου φτάνει". Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;».

Αγάπη...

«Αγάπη, λατρεία. Η μητέρα μου πια είχε πιστέψει ότι μπορεί να με είχε γεννήσει. Όταν της έλεγαν ότι της μοιάζω πολύ, απαντούσε: ?Φυσικά μου μοιάζει, παιδί μου είναι...».

Νιώθετε γεμάτος, ζήσατε τη ζωή που ονειρευτήκατε;

«Απόλυτα, βαδίζω με το γήρας μου προς το τέλος πολύ ήσυχα και πολύ γεμάτος. Διότι έκανα αυτό που ήθελα, γιατί αγαπήθηκα πάρα πολύ και κυριαρχεί βέβαια η αγάπη αυτής της γυναίκας, της μητέρας μου».

Φαντάζομαι πως όταν ήρθε η εποχή των μιούζικαλ, ήταν ό,τι καλύτερο για σας...

«Μουσικές ταινίες. Δεν μου αρέσει ο όρος "μιούζικαλ", που έχει καθιερωθεί από τους Αμερικανούς. Έχοντας τις ρίζες του χορευτή, ήταν πολύ φυσικό να το φιλοδοξήσω κάποια στιγμή. Γι’ αυτό πριν κάνω μουσική ταινία άρχισα να βάζω μουσικά μέρη σε ταινίες πρόζας. Το άρχισα δειλά, φρόντιζα όμως τα τραγούδια να μοιάζουν με τα σουξεδάκια της εποχής και να έχουν σχέση με την υπόθεση. Στην πρώτη μου έγχρωμη μουσική ταινία, το "Μερικοί το προτιμούν κρύο", δεν είχα πολλή μουσική ούτε πολλά χορευτικά. Το είδος αυτό πέτυχε και ήταν φυσικό να μου ζητάνε κάθε χρόνο να κάνω μια τέτοια ταινία. Είχα ένα μυστικό, δεν στηρίχθηκα μόνο σε αυτό, φρόντιζα να έχω μια σωστή κωμωδία. Σ’ αυτό με βοηθούσαν ηθοποιοί, όπως η Βλαχοπούλου, ο Ηλιόπουλος, ο Βουτσάς κ.ά.».

Σκεφτήκατε ποτέ να κάνετε καριέρα στο εξωτερικό;

«Όχι, αν και μου δόθηκε η ευκαιρία δύο φορές. Τη μία δεν συμφώνησε ο Φίνος στα οικονομικά με μια γαλλική εταιρεία παραγωγής. Αργότερα μου έγινε πρόταση από μια θυγατρική της Warner, τη Seven Arts, για να γυρίσω ταινίες στο Μαϊάμι, οι οποίες αρχικά θα παίζονταν στον κινηματογράφο και στη συνέχεια στην τηλεόραση. Η μητέρα μου τότε ήταν περίπου 90 ετών, μια κυρία η οποία με υιοθέτησε και είχα διπλή υποχρέωση να τη φροντίζω. Μαζί μου δεν μπορούσα να την πάρω, γιατί ήταν ήδη σε αναπηρικό καροτσάκι. Ήταν αδιανόητο για μένα να αφήσω τη γριούλα αυτή έτσι. Εκτός αυτού, δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να κάνω ταινίες για την τηλεόραση».