Ένας γάμος που θα ζήλευε και ο άγιος Βαλεντίνος

19.02.2010
Ο έρωτάς τους ήταν διακριτικός, ρομαντικός, αληθινός, μακριά από κοσμικότητες και κατευθυνόμενες δημοσιότητες.

Ο έρωτάς τους ήταν διακριτικός, ρομαντικός, αληθινός, μακριά από κοσμικότητες και κατευθυνόμενες δημοσιότητες. Μιλάω για τη Μαρία Κοντομηνά, την κόρη του Δημήτρη Κοντομηνά και της Φρίντας, και τον Αριστοτέλη Τζιαμπίρη, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών.

Μετά τις σπουδές της στις Ηνωμένες Πολιτείες η Μαρία επέστρεψε στην Ελλάδα για να εργαστεί δίπλα στον πατέρα της, που τον λατρεύει, όπως λάτρευε και την αξέχαστη μητέρα της, τη Φρίντα, που «έφυγε» τόσο πρόωρα από τη ζωή και δεν πρόλαβε να τη χαρεί νυφούλα.

Η Μαρία, μόλις γύρισε, γνώρισε τον Αριστοτέλη σε ένα πάρτι φίλων και από τότε γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Τώρα προτίμησαν να κάνουν ένα λιτό γάμο σε οικογενειακό κύκλο και να χορέψουν το χορό του Ησαΐα την ημέρα των ερωτευμένων, στις 14 Φεβρουαρίου. Κι επειδή δεν υπάρχει ναός του Αγίου Βαλεντίνου, η Μαρία διάλεξε το ναό του Αγίου Θωμά, στο Γουδή, στην οδό Έβρου, πίσω από το σπίτι του πατέρα και της μητέρας της. Η Μαρία είχε βάψει τα μαλλιά της κόκκινα, όπως η ηφαιστειώδης Φρίντα.

Ο Δημήτρης Κοντομηνάς συγκινημένος δεν χόρταινε να βλέπει την κόρη του ντυμένη νυφούλα. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσε να κρύψει αυτή τη συγκίνηση και ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του.

Στην εκκλησία του Αγίου Θωμά ο ευτυχισμένος πατέρας συνόδευσε την κόρη του οδηγώντας μια κατακόκκινη Τζάγκουαρ, αντίκα του 1969, με την οποία κυκλοφορούσε και η Φρίντα.

Στο λιτό και απέριττο γάμο κουμπάρες ήταν η Άντζελα Ισμαήλου και η Κωνσταντίνα Δροσοπούλου.

Η Μαρία φορούσε ένα υπέροχο νυφικό δημιουργία Lanvin.

Δίπλα τους μόνο συγγενείς και μετρημένοι στα δάχτυλα φίλοι, όπως ο εφοπλιστής Γιώργος Οικονόμου και, φυσικά, ο Λάκης Λαζόπουλος.

Όλοι οι καλεσμένοι δεν ξεπερνούσαν τους πενήντα. Ήταν εκεί οι αδερφοί της Φρίντας, ο Αλέκος Κώνστας με το γιο του Αλέξη και την κόρη του Μαρίνα και ο Βασίλης με τη σύζυγό του Μαρία. Ήταν εκεί επίσης η αδερφή του Δημήτρη Κοντομηνά, η Κίττυ Αλεξανδράτου, με τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Ο χαριτωμένος εγγονός της, ο Σπύρος, 3 ετών, ήταν και το μοναδικό παρανυμφάκι.

Οι μπομπονιέρες ήταν απλές, ένα μεταξωτό λευκό πουγκί με έναν ασημένιο κρίκο.

«Ησαΐα χόρευε...»
Ο γάμος κράτησε μία ολόκληρη ώρα, από τις 4 μέχρι τις 5 το απόγευμα, γιατί «ο παπάς είπε όλα τα λόγια», όπως μου αποκάλυψε ένας στενός συγγενής.

Λίγες ώρες μετά, στις 9 το βράδυ, το γαμήλιο γεύμα έγινε στο εστιατόριο «Αίγλη» με την προσωπική εποπτεία του Δημήτρη Κοντομηνά. Όλη η αίθουσα δεξιώσεων ήταν υπέροχα διακοσμημένη, όπως άλλωστε και οι 6 μεγάλες ροτόντες όπου κάθισαν οι καλεσμένοι.

Όπως στο γάμο, έτσι και στη γαμήλια δεξίωση όλα έγιναν διακριτικά και χωρίς τη συμμετοχή των αδηφάγων μέσων δημοσιότητας. Απ’ ό,τι πιστεύω, το συνεργείο για τη βιντεοσκόπηση και τη φωτογράφηση του γάμου και της δεξίωσης χρησιμοποιήθηκε μόνο για τους νεόνυμφους και τις οικογένειές τους. Μπράβο στον Δημήτρη Κοντομηνά, που πέτυχε όλα να γίνουν μέσα σε άψογα πλαίσια ευπρέπειας και σεβασμού.

Δύο μέρες μετά το γάμο τηλεφώνησα στη Μαίρη Κοντομηνά. Την πέτυχα στο κομμωτήριο και της έδωσα τα συγχαρητήριά μου για το γάμο της.

Οταν σκόπευες να κάνεις γάμο με περισσότερους καλεσμένους, μου είχες πει ότι θα ήμουν κι εγώ... της είπα. Τώρα πραγματικά χαίρομαι που διάλεξες ένα γάμο λιτό και δεν με νοιάζει που δεν είχα κι εγώ τη χαρά να βρίσκομαι εκεί. Μπράβο, Μαρία. Έπειτα από τόσες τυμπανοκρουσίες και κωδωνοκρουσίες γάμων υπέρλαμπρων και διαζυγίων κοσμικών, εσύ προτίμησες έναν αθόρυβο γάμο.

Χαίρομαι που δεν με μαλώνεις, μου είπε. Και δεν ξεχνώ ποτέ πόσο καλός φίλος ήσουν με τη μητέρα μου, που συχνά εκείνη τη μάλωνες, όταν γινόταν περισσότερο εκρηκτική απ’ όσο έπρεπε. Μπορεί να θύμωνε, αλλά να το ξέρεις, σε αγαπούσε πολύ.

Κρίμα που δεν ζει, για να νιώσει κι αυτή τη μεγάλη αυτή χαρά. Όμως, είμαι βέβαιος πως θα γιορτάζει για το γάμο σου κι εκείνη εκεί ψηλά που βρίσκεται. Θα ήθελα όμως να σε ρωτήσω... Το ίδιο αθόρυβα με το γάμο σου θα κάνεις και το ταξίδι του μέλιτος;

Θα το δεις. Ή μάλλον δεν θα το δεις, γιατί θα βρισκόμαστε στην Κόστα Ρίκα.

Κώστας Π. Παναγιωτόπουλος