Το αβγό

01.11.2007
Ο μπαμπάς προσπαθεί να πείσει το γιο του να φάει το αβγό που του έχει ετοιμάσει:

Ο μπαμπάς προσπαθεί να πείσει το γιο του να φάει το αβγό που του έχει ετοιμάσει:

Φάε, παιδί μου, το αβγό, να γίνεις μεγάλος σαν τον μπαμπά!

Δεν θέλω, λέει ο μικρός.

Φα το, αγόρι μου, να γίνεις γέρος και δυνατός.

Δεν θέλω σου λέω, επιμένει ο μικρός.

Φα το, καλέ μου, να μεγαλώσει το πουλάκι σου.

Και η μαμά από μέσα:

Γιώργο, φάε εσύ το αβγό, θα φτιάξω μπιφτέκια για το παιδί.

Αν έχεις τέτοιους φίλους
Ένα απόγευμα ο Κώστας επισκέπτεται το φίλο του τον Μιχάλη στο σπίτι του. Δεν βρίσκει όμως τον ίδιο, αλλά μόνο τη γυναίκα του και αποφασίζει να τον περιμένει κάνοντάς της παρέα. Αφού περνάει η ώρα και ο Μιχάλης δεν έρχεται, ο Κώστας προτείνει στην κυρία να της δώσει 1.000 ευρώ αν τον αφήσει να της πιάσει το στήθος. Εκείνη το σκέφτεται λίγο και τελικά δέχεται. Της δίνει λοιπόν ο φίλος του άντρα της τα 1.000 ευρώ και της χαϊδεύει το στήθος. Λίγο αργότερα κι ενώ ο Μιχάλης δεν έχει φτάσει ακόμα στο σπίτι, ο φίλος του προτείνει ξανά στη σύζυγό του να της δώσει άλλα 1.000 ευρώ, αλλά αυτήν τη φορά για να της πιάσει κάτι άλλο. Εκείνη δέχεται και εισπράττει τα χρήματα. Τελικά μετά από αρκετή ώρα ο Κώστας φεύγει τρισευτυχισμένος από το σπίτι του φίλου του μιας και βαρέθηκε να τον περιμένει άλλο.

Μετά από δύο ώρες περίπου επιστρέφει στο σπίτι ο Μιχάλης κατακουρασμένος και στην πόρτα τον υποδέχεται η γυναίκα του λέγοντάς του ότι πέρασε ο φίλος του από κει και τον ζητούσε. Τότε αυτός της λέει κουρασμένα: «Α, μπράβο! Ελπίζω να σου έδωσε τα 2.000 ευρώ που μου χρωστάει»!

Τι να έκανα η γυναίκα
Ένα ζευγάρι αποφάσισαν να κάνουν διακοπές χωριστά, αλλού ο άντρας και αλλού η γυναίκα, και ορκίστηκαν ότι θα είναι πιστοί ο ένας στον άλλο. Τελείωσαν οι διακοπές και γύρισαν, οπότε λέει ο άντρας στη γυναίκα:

Αχ, μωρό μου, τι να σου πω Εκεί που ήμουν βρήκα μια κοπέλα, γλύκα, και με γούσταρε πολύ. Με κάλεσε στο δωμάτιό της, για μια στιγμή έχασα τα μυαλά μου, ξεντυθήκαμε, ξάπλωσε αυτή, μόλις έπεσα πάνω της σκέφτηκα εσένα και σηκώθηκα, ντύθηκα κι έφυγα. Εσύ πώς τα πέρασες;

Τι να σου πω, λέει η γυναίκα, τα ίδια περίπου κι εγώ, με τη διαφορά ότι όταν σκέφτηκα εσένα και ήθελα να σηκωθώ, ήμουν από κάτω και δεν μπορούσα.